Οι Φύλακες των Χαμένων Πόλεων

27 ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΠΟΛΕΩΝ Ο Φιτζ την τράβηξε και το ζεστό γαργαλητό στο χέρι της εκτοξεύτηκε μέσα στο σώμα της – λες και ένα εκατομμύριο πούπουλα χόρευαν κάτω από το δέρμα της και τη γαργαλού­ σαν από μέσα. Έπνιξε ένα γελάκι και συγκεντρώθηκε στον Φιτζ – μα πού ήταν αυτός; Ήξερε ότι τον κρατούσε σφιχτά, αλλά ένιωθε λες και το σώμα της είχε γίνει ζελεδάκι και το μόνο πράγμα που την κρατούσε για να μην κυλήσει στο πά­ τωμα ήταν μια ζεστή κουβέρτα τυλιγμένη γύρω της. Μετά, πιο γρήγορα από το πετάρισμα ενός βλεφάρου, η ζέστη εξα­ φανίστηκε και άνοιξε τα μάτια της. Το στόμα της έμεινε ανοιχτό καθώς προσπαθούσε να χωνέψει αυτό που αντίκριζε. Μπορεί να έβγαλε και μια πνι­ χτή κραυγούλα. Στεκόταν στην όχθη ενός ήρεμου ποταμού με απίστευτα ψηλά δέντρα δεξιά κι αριστερά, που άπλωναν τα φαρδιά, σμαραγδένια φύλλα τους ανάμεσα στα αφράτα λευκά σύν­ νεφα. Στην απέναντι όχθη, μια σειρά από κρυστάλλινα κά­ στρα στραφτάλιζαν στον ήλιο τόσο πολύ, που θα έκαναν τον Ουόλτ Ντίσνεϊ να πετάξει πέτρες στο «Μαγικό Βασίλειό» του. Στα δεξιά της, ένα χρυσό μονοπάτι οδηγούσε σε μια απλωμένη πόλη, της οποίας τα κτίρια με τους περίτεχνους θόλους έμοιαζαν να είναι φτιαγμένα από πετράδια μεγάλα σαν τούβλα – το καθένα διαφορετικό χρώμα. Χιονοσκέπαστα βουνά περιέβαλλαν την πλούσια κοιλάδα και ο δροσερός, καθαρός αέρας μύριζε κανέλα, σοκολάτα και ηλιαχτίδες. Δεν μπορεί να υπήρχαν τόσο όμορφα μέρη, πόσο μάλλον να εμφανίζονται έτσι ξαφνικά.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=