Οι Φύλακες των Χαμένων Πόλεων

17 ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΠΟΛΕΩΝ Μελέτησε το πρόσωπό του και έψαξε να βρει κάποιο ίχνος ότι της έκανε πλάκα. «Δεν κάνω πλάκα» είπε, σαν να ήξερε ακριβώς τι σκε­ φτόταν. Και ίσως να ήξερε. Η Σόφι ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν. Είχε περάσει τα τελευταία εφτά χρόνια με την ευχή να έβρισκε κάποιον άλλο σαν εκείνη – κάποιον που να μπορεί να κάνει ό,τι κι αυτή. Τώρα που τον είχε βρει ένιωθε ότι ο κόσμος έγερνε επικίνδυνα στο πλάι. Εκείνος την έπιασε από τα μπράτσα για να τη στηρίξει. «Όλα θα πάνε καλά, Σόφι. Είμαι εδώ για να σε βοηθήσω. Σε ψάχνουμε εδώ και δώδεκα χρόνια». Δώδεκα χρόνια; Και τι εννοούσε με τον πρώτο πληθυ­ ντικό; Καλύτερη ερώτηση: Τι ήθελε από εκείνη; Οι τοίχοι λες και την έπνιγαν και η αίθουσα άρχισε να γυρίζει γύρω της. Αέρας. Χρειαζόταν καθαρό αέρα. Τραβήχτηκε απότομα και όρμησε προς την έξοδο, παρα­ πατώντας μέχρι τα τρεμάμενα πόδια της να βρουν τον ρυθμό τους. Πήρε βαθιές ανάσες καθώς κατέβηκε τρέχοντας τη σκά­ λα του μουσείου. Ο καπνός από τις φωτιές τής έκαιγε τα πνευμόνια και μικρά λευκά κομματάκια στάχτης πετούσαν μπροστά στο πρόσωπό της, αλλά τα αγνόησε. Ήθελε να τη

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=