Οι φαροφύλακες

E M M A S T O N E X 16 μυρωδιά της θάλασσας, τίποτα που έστω να της μοιάζει: αλμυρή, καθαρή, σαν ξίδι φυλαγμένο στο ψυγείο. Σήμερα είναι αθόρυβη. Ο Τζόρι ξέρει κι από βουερές κι από ήσυχες θάλασσες, από θάλασσες φουσκωμένες κι από θάλασσες καθρέφτες, θάλασσες που πάνω τους το σκάφος σου μοιά­ ζει να είναι το τελευταίο σημείο ζωής του ανθρώπινου εί­ δους μέσα σ’ ένα αντάριασμα τόσο αποφασισμένο και άγριο, που σε κάνει να πιστεύεις σ’ αυτά που δεν πιστεύεις, όπως ότι η θάλασσα είναι εκείνο το ενδιάμεσο πράγμα ανά­ μεσα στον παράδεισο και στην κόλαση, ή σε ό,τι υπάρχει εκεί πάνω και σε ό,τι παραμονεύει βαθιά κάτω. Κάποτε ένας ψαράς τού είπε πως η θάλασσα έχει δύο πρόσωπα. Πρέπει να τα δεχτείς και τα δύο, τον προειδοποίησε, και το καλό και το άσχημο, και ποτέ να μη γυρίσεις την πλάτη σου σε κανένα από δαύτα. Σήμερα, ύστερα από πολύ καιρό, η θάλασσα είναι με το μέρος τους. Θα το κάνουνε σήμερα. Εκείνος αποφασίζει αν θα βγει το καΐκι εκεί έξω ή όχι. Ακόμα κι όταν ο άνεμος είναι ήπιος στις εννιά το πρωί, αυτό δεν σημαίνει πως θα είναι ήπιος και στις δέκα, κι ό,τι και να βλέπει μες στο λιμάνι, ας πούμε ότι μες στο λιμάνι τα κύματα έχουν μπόι λίγο πάνω από ένα μέτρο, μπορεί να λογαριάζει πως γύρω από τον πύργο θα φτάνουνε και τα δέκα. Ό,τι έχει στην ακτή θα πρέπει να το περιμένει στο δεκαπλάσιο γύρω από τον φάρο. Ο καινούργιος που τους ήρθε είναι γύρω στα είκοσι, με

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=