Οι φαροφύλακες
15 1 ΑΝΕΦΟΔΙΑΣΜΟΣ Όταν ο Τζόρι ανοίγει τις κουρτίνες, η μέρα είναι φωτεινή αλλά γκρίζα, το ραδιόφωνο παίζει ένα αόριστα γνωστό του τραγούδι. Ακούει τις ειδήσεις, για ένα κορίτσι που εξαφα νίστηκε από μια στάση λεωφορείου στα βόρεια, και πίνει από μια κούπα καστανό τσάι. Η δύστυχη η μητέρα εκτός εαυτού – τέλος πάντων υποθέτει πως, λογικά, θα είναι. Κοντά μαλλιά, κοντή φούστα, μεγάλα μάτια, έτσι το φα ντάζεται το κορίτσι, να τρέμει απ’ το κρύο, και μια άδεια στάση λεωφορείου εκεί όπου κάποιος θα έπρεπε να στέ κεται, ανεμίζοντας το χέρι του σε σινιάλο ή σε απεγνωσμέ νη έκκληση για βοήθεια, και το λεωφορείο σταματάει κι ύστερα απομακρύνεται πάλι δίχως ν’ αντιληφθεί το παρα μικρό, και το πεζοδρόμιο συνεχίζει να γυαλίζει στη μαύρη βροχή. Η θάλασσα είναι ήσυχη, γυαλί, όπως πάντοτε έπειτα από κακοκαιρία. Ο Τζόρι ξεμανταλώνει το παράθυρο κι ο φρέσκος αέρας μοιάζει σχεδόν συμπαγής, κάτι που μπορείς να το φας, κροταλίζει ανάμεσα στα σπίτια των ψαράδων σαν παγάκι σε ποτήρι. Δεν υπάρχει άλλο πράγμα σαν τη
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=