Οι φαροφύλακες
E M M A S T O N E X 22 Η θάλασσα φουσκώνει κι αναδεύεται από κάτω τους, τραμπαλίζοντας και χαστουκίζοντας και σείοντας απειλη τικά. Το αεράκι σιγοντάρει γλιστρώντας πάνω στο νερό, κάνοντάς το να ρυτιδιάζει και να σκορπίζει. Ένας πίδακας ψεκάδων σκάει στην πλώρη και τα κύματα βαραίνουν και βαθαίνουν μυστικά. Όταν ο Τζόρι ήταν παιδί και έπαιρναν το πλοίο από το Λίμινγκτον για το Γιάρμουθ, κοιτούσε πά νω από το στηθαίο στο κατάστρωμα και απορούσε πώς το έκανε αυτό η θάλασσα βουβά, χωρίς πραγματικά να το προσέχεις, πώς χαμήλωνε η κουπαστή και χανόταν η στε ριά, έτσι που αν έπεφτες μέσα θα ήταν τριάντα μέτρα κά τω. Θα υπήρχαν ζαργάνες και μούστελοι, παράξενες, πρη σμένες, γυαλιστερές μορφές με απαλά διερευνητικά πλο κάμια και μάτια σαν θολές μπίλιες. Ο φάρος ζυγώνει, η γραμμή γίνεται πάσσαλος, ο πάσ σαλος γίνεται δάχτυλο. «Να τος. Ο Βράχος της Κόρης». Τώρα πια διακρίνουν τα σημάδια της θάλασσας γύρω από τη βάση, τις ουλές που έχει επισωρεύσει ο βίαιος καιρός ύστερα από δεκαετίες κυριαρχίας. Παρότι το έχει κάνει πολλές φορές, κάθε που πλησιάζει στη Βασίλισσα των Φάρων ο Τζόρι πάντοτε νιώθει κάπως παράξενα: σαν να τον έχουν μαλώσει, ασήμαντος, ίσως και λίγο φοβισμέ νος. Μια κολόνα πενήντα μέτρων ηρωικής βικτοριανής μηχανικής, η Κόρη δεσπόζει ωχρή και μεγαλόπρεπη κό ντρα στον ορίζοντα, ένα στωικό προπύργιο της ασφάλειας των ναυτικών. «Ήταν από τους πρώτους» λέει ο Τζόρι. «Το χίλια οχτα
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=