Οι φαροφύλακες

E M M A S T O N E X 20 με τα υγρά τους δάχτυλα να μουσκεύουνε τα τσιγάρα τους. Θα μπορούσαν να είναι φιγούρες μιας σκοτεινής θαλασσο­ γραφίας, αδρά ζωγραφισμένες με παχιές λαδομπογιές. «Τι περιμένουμε;» φωνάζει ένας απ’ αυτούς. «Θες να γυρίσει η παλίρροια προτού ξεκινήσουμε;» Έχουν και τον μηχανι­ κό παρέα τους, για να φτιάξει τον ασύρματο. Κανονικά, σε μέρα ανεφοδιασμού, ο φάρος θα είχε επικοινωνήσει ήδη πέντε φορές μαζί τους, αλλά η καταιγίδα έριξε το σύστημα μετάδοσης. Ο Τζόρι σκεπάζει τα τελευταία κιβώτια, βάζει μπροστά το μοτέρ κι ύστερα ξανοίγονται, με το καΐκι να τραντάζεται και να σκαμπανεβάζει πάνω στα χαμηλά κύματα σαν πλα­ στικό παιχνίδι σε μπανιέρα. Ένα κοπάδι γλάροι καβγαδί­ ζουν πάνω σ’ έναν βράχο διάστικτο από όστρακα · μια μπλε τράτα τραβάει αργά προς τη στεριά. Καθώς ξεμακραίνει η ακτογραμμή, το νερό ζωηρεύει, πράσινα κύματα πηδούν, οι κορφές τους αφρίζουν και διαλύονται. Παραέξω τα χρώ­ ματα απλώνουν σκουραίνοντας, η θάλασσα γίνεται γκρι­ ζοπράσινη κι ο ουρανός μαυρίζει δυσοίωνα. Νερό σκάει με δύναμη και τινάζεται κόντρα στην πλώρη · κορδόνια από θαλασσινό αφρό φουσκώνουνε και σκορπίζουνε. Ο Τζόρι ρουφάει ένα στριφτό που πατικώθηκε μες στην τσέπη του αλλά, έστω και δύσκολα, καπνίζεται ακόμη, με τα μάτια στον ορίζοντα και καπνό μες στο στόμα. Τα αυτιά του πο­ νάνε από το κρύο. Πάνω από τα κεφάλια τους ένα ασπρο­ πούλι χαράζει κύκλους σ’ έναν απέραντο μουντό ουρανό. Διακρίνει την Κόρη μες στην ομίχλη, μια μοναχική ακί­ δα, επιβλητική, απόμακρη. Απέχει δεκαπέντε ναυτικά μί

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=