Οι επτά θάνατοι της Έβελιν Χαρντκάστλ
2 Ο αέρας λυσσομανάει, η βροχή έχει δυναμώσει, περνάει μέσα από τα φυλλώματα και σφυροκοπάει το χώμα. Οι σταγόνες της αναπηδούν ψηλά, ως τον αστράγαλο. Προχωράω ακολουθώ ντας την πυξίδα. Διακρίνω κάτι χρωματιστό μέσα στην καταχνιά και πηγαί νω προς τα εκεί. Βρίσκω ένα κόκκινο μαντίλι καρφωμένο σε ένα δέντρο – απομεινάρι ίσως από κάποιο παιδικό παιχνίδι, πριν από πολλά χρόνια. Ψάχνω να βρω κι άλλο, και βρίσκω λίγα μέτρα πιο κάτω, και ύστερα κι άλλο κι άλλο. Προχωρώ σκουντουφλώντας από το ένα στο άλλο. Ακολουθώ τα μαντίλια μέσα στα σκοτάδια μέχρι που φτάνω στην άκρη του δάσους. Τα δέντρα δίνουν τη θέση τους στο κτήμα μιας τεράστιας έπαυλης γεωργιανού ρυθμού, με την πρόσοψη από κόκκινα τούβλα πνιγμένη κάτω από τον κισσό. Από όσο μπορώ να δω, μοιάζει εγκαταλελειμμένη. Το μακρύ χαλικόστρωτο δρομάκι που οδηγεί στην μπροστινή πόρτα είναι γεμάτο αγριόχορτα, τα ορθογώνια παρτέρια στις δύο πλευρές του έχουν γίνει βάλτος και τα λουλούδια τους έχουν εγκαταλειφθεί σε μαρασμό. Ψάχνω να βρω σημεία ζωής, το βλέμμα μου διατρέχει τα σκοτεινά παράθυρα μέχρι που εντοπίζω ένα ασθενές φως στον πρώτο όροφο. Θα έπρεπε να νιώσω κάποια ανακούφιση, ωστό σο εξακολουθώ να διστάζω. Έχω την αίσθηση ότι έπεσα πάνω σε κάτι που κοιμάται, ότι αυτό το αβέβαιο φως είναι οι χτύποι της καρδιάς ενός πλάσματος τεράστιου και επικίνδυνου που στέκει ακίνητο. Διαφορετικά, γιατί να μου χαρίσει ο δολοφόνος
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=