Οι επτά αγγελιοφόροι

Ο Ι Ε Π Τ Α Α Γ Γ Ε Λ Ι Ο Φ Ο Ρ Ο Ι 13 πόλη τα γράμματα που είχα ετοιμάσει εδώ και κάμποσο καιρό. Αλλά έχουν περάσει οκτώμισι χρόνια. Απόψε δειπνούσα μόνος στη σκηνή μου, όταν μπήκε ο Κάιο, που κατάφερνε ακόμη να χαμογελά, παρότι τσακισμένος από την κούραση. Είχα να τον δω σχεδόν επτά χρόνια. Όλη αυτή την εξαιρε- τικά παρατεταμένη περίοδο εκείνος το μόνο που είχε κάνει ήταν να τρέχει, μέσα από λιβάδια, δάση και ερήμους, αλ- λάζοντας ποιος ξέρει πόσες φορές άλογο, για να μου φέρει εκείνο το πάκο με τους φακέλους που μέχρι στιγμής δεν έχω όρεξη να ανοίξω. Αυτός έχει πάει ήδη για ύπνο και αύριο κιόλας το ξημέρωμα θα ξαναφύγει. Θα ξαναφύγει για τελευταία φορά. Στο σημειωματάριό μου έχω υπολογίσει ότι, αν όλα πάνε καλά, εγώ συνεχίζο- ντας την πορεία όπως έκανα ως τώρα κι εκείνος τη δική του, δεν θα μπορέσω να ξαναδώ τον Κάιο παρά σε τριάντα τέσσερα χρόνια. Εγώ τότε θα είμαι εβδομήντα δύο. Αλλά αρχίζω να νιώθω κουρασμένος και είναι πιθανό να με βρει πρώτα ο θάνατος. Έτσι, δεν θα μπορέσω να τον ξαναδώ. Σε τριάντα τέσσερα χρόνια (ή, μάλλον, νωρίτερα, πολύ νωρίτερα) ο Κάιο θα αντικρίσει αναπάντεχα τις φωτιές του καταυλισμού μου και θα αναρωτηθεί γιατί στο μεταξύ διένυ- σα τόσο μικρή απόσταση. Όπως απόψε, ο καλός αγγελιο- φόρος θα μπει στη σκηνή μου με τα κιτρινισμένα απ’ τον χρόνο γράμματα, γεμάτα παράλογες ειδήσεις από μια επο- χή ήδη θαμμένη· όμως θα σταθεί στο κατώφλι, βλέποντάς με να κείτομαι ακίνητος στο στρώμα, με δυο στρατιώτες με δάδες δεξιά κι αριστερά μου, νεκρό. Κι όμως, πήγαινε, Κάιο, και μη μου πεις ότι είμαι σκλη- ρός! Πήγαινε τον τελευταίο μου χαιρετισμό στην πόλη όπου

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=