Οι επτά αγγελιοφόροι

Ν Τ Ι Ν Ο Μ Π Ο Υ Τ Ζ Α Τ Ι 12 φόρων αυξήθηκε σε τέσσερις γεμάτους μήνες. Πλέον τα νέα που μου έφερναν ήταν μακρινά· οι φάκελοι έρχονταν τσαλακωμένοι, ενίοτε με λεκέδες υγρασίας από τις νύχτες που είχε περάσει στο ύπαιθρο ο αγγελιοφόρος. Προχωρήσαμε κι άλλο. Μάταια προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι τα σύννεφα που ταξίδευαν από πάνω μου ήταν ίδια με εκείνα της παιδικής μου ηλικίας, ότι ο ουρανός της μακρινής πόλης δεν ήταν διαφορετικός από τον γαλάζιο θόλο που δέσποζε πάνω απ’ το κεφάλι μου, ότι ο αέρας ήταν ο ίδιος, ίδιο το φύσημα του ανέμου, πα- νομοιότυπες οι κραυγές των πουλιών. Τα σύννεφα, ο ου- ρανός, η ατμόσφαιρα, οι αέρηδες, τα πουλιά μού φαίνονταν στ’ αλήθεια πράγματα καινούργια και διαφορετικά· κι εγώ αισθανόμουν ξένος. Εμπρός, εμπρός! Περιπλανώμενοι που συναντούσα στις πεδιάδες μού έλεγαν ότι τα σύνορα δεν ήταν μακριά. Εγώ παρότρυνα τους άντρες μου να μην κάθονται, έσβηνα τα αποθαρρυντικά λόγια που σχηματίζονταν στα χείλη τους. Είχαν ήδη περάσει τέσσερα χρόνια από την αναχώρησή μου· απερίγραπτη ταλαιπωρία. Η πρωτεύουσα, το σπίτι μου, ο πατέρας μου φάνταζαν παραδόξως πολύ μακρινά, σχεδόν δεν πίστευα το πόσο. Είκοσι ολόκληροι μήνες σιω- πής και μοναξιάς μεσολαβούσαν τώρα πια ανάμεσα στις διαδοχικές εμφανίσεις των αγγελιοφόρων. Μου έφερναν αλλόκοτα, κιτρινισμένα απ’ τον χρόνο γράμματα, και σε αυτά έβρισκα ονόματα ξεχασμένα, εκφράσεις ασυνήθιστες σ’ εμένα, συναισθήματα που αδυνατούσα να κατανοήσω. Το επόμενο πρωί, έπειτα από μία μόνο νύχτα ανάπαυσης, ενώ εμείς ξαναρχίζαμε την πορεία, ο αγγελιοφόρος έφευ- γε προς την αντίθετη κατεύθυνση, μεταφέροντας στην

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=