Οι δράκοι του Δαρβίνου

σχεδόν εξίσου μυτερές με τα ράμφη και τις ουρές τους. Οι κόκκινοι λαιμοί τους λαμπύριζαν. Και ο κύριος Δαρβίνος κοιτούσε ψηλά. «Φαίνεται πως έρχεται κακοκαιρία, Κόβινγκτον…» Το πρόσεξα κι εγώ. Ξαφνικά, ο ουρανός είχε το χρώμα μελανιάς και ο αέρας άρχισε να μυρίζει όπως τα μπρού- τζινα κέρματα. Ο νεαρός κύριος πήδηξε από τη χελώνα. «Ασφάλισες τα δείγματα;» Ηφωνή του είχε σοβαρέψει ξανά. «Μάλιστα, κύριε» αποκρίθηκα και γλίστρησα κι εγώ στο έδαφος. Η χελώνα μου είχε τραβήξει ξανά προς τα πίσω το κεφάλι της. Ξερίζωσα λίγο χορτάρι, που το πήρε από το τεντωμένο χέρι μου με το μυτερό, φαφούτικο στό- μα της. Μου άρεσαν οι χελώνες, τα γερασμένα μαύρα μάτια τους σου έδιναν την εντύπωση ότι σκέφτονταν πολύ. «Βιάσου, μικρέ. Πάμε να τα βάλουμε στα βαρέλια» είπε ο κύριος Δαρβίνος. Τα κρασοβάρελα πρόσφεραν προστασία στα δείγμα- τα που συλλέγαμε, μέχρι να δέσουμε σε κάποιο λιμάνι απ’ όπου ο κύριος Δαρβίνος θα τα έστελνε στους συναδέλφους του στο Κέμπριτζ. Μια χοντρή σταγόνα βροχής προσγειώθηκε στο μπρά- τσο μου και μια ριπή ανέμου παραλίγο να παρασύρει το καπέλο μου. Ο καιρός άλλαζε απότομα σε τούτα τα μέρη του κόσμου – ανά πάσα στιγμή έπρεπε να είμαστε σε ετοι- μότητα, και τα γκριζογάλανα μάτια του κυρίου Δαρβίνου φάνηκαν να σκοτεινιάζουν στο κατσουφιασμένο του πρό- 16

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=