Οι δράκοι του Δαρβίνου

μάλλον δε θα κατάφερνα να σώσω τον εαυτό μου, πόσο μάλλον τον κύριο Δαρβίνο. «Ρόμπινς!» φώναξα. «Ρόμπινς!» Ένιωσα τη θήκη του βιολιού να υψώνεται στην πλάτη μου, καθώς παρέμενε γερά περασμένη στο στήθος μου. Τα πάντα ήταν μια γκρι- ζόλευκη θολούρα –είχε φτάσει το τέλος;– και τότε ένιωσα το σχοινί στο χέρι μου να τεντώνεται. Συνήλθα απότομα και άρχισα να κουνάω τα πόδια μου με δύναμη, προσπα- θώντας να διακρίνω τη σιλουέτα του Ρόμπινς και της λέμ- βου. Κι εκεί… το άσπρο πουκάμισο του κυρίου Δαρβίνου. Δεν είχε χαθεί, όχι ακόμη. Υπήρχε ελπίδα. Δεν έπρεπε να αφήσω το σχοινί. Οι ζωές και των δυο μας κρέμονταν απ’ αυτό. Άρχισα να χτυπάω το ελεύθερο χέρι μου. Οκύριος Δαρ- βίνος με πρόσεξε και πάσχισε να έρθει προς το μέρος μου, σκαμπανεβάζοντας σαν φελλός στα αφρισμένα κύματα, ώσπου για καλή μας τύχη ένα ορμητικό κύμα έριξε τον έναν πάνω στον άλλον. Σφίχτηκα πάνω του χρησιμοποιώ­ ντας τα πόδια μου και παρασυρθήκαμε προς τον βυθό. Στροβιλιστήκαμε και τουμπάραμε μέσα στο νερό, πριν τιναχτούμε ξανά στην επιφάνεια. Από κάποιο θαύμα ήμα- σταν ακόμη μαζί. «Κρατηθείτε απ’ το σχοινί!» φώναξα. Δε φάνηκε να με ακούει. Τα μάτια του ήταν σχεδόν κλειστά και δεν είχε βήξει αφότου προβάλαμε ξανά στην επιφάνεια. Με το ένα χέρι κρατούσα το σχοινί και με το άλλο χαστούκισα το κερωμένο του μάγουλο, με δύναμη. «Το σχοινί! Κύριε Δαρβίνε!» 21

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=