Οι άπειρες ζωές της Μέιζι Ντέι

15 Κοιτάζω προσεκτικά μέσα από τις τζαμένιες πόρτες που βλέπουν στον πίσωκήπο και γιαμιαστιγμήμού περ- νάει η σκέψη πως η μαμά κι ο μπαμπάς βγήκαν έξω κρυ- φά για ν’αρχίσουν να στήνουν το κιόσκι για το σημερινό πάρτι μου. Όμως ούτε έξω είναι κανείς. Ίσως κρύβονται κάπου και από στιγμή σε στιγμή θα πεταχτούν φωνάζοντας «χρόνια πολλά». «Μαμά, μπαμπά» φωνάζω. «Πού είστε;» Γιαμιαστιγμήστέκομαι ακίνητη, έτοιμη ναπροσποιη­ θώ την έκπληκτη με το που εμφανιστούν ξαφνικά. Κα- νείς όμως δεν πετάγεται. Το πλατύ χαμόγελο που έχω στο πρόσωπό μου από τη στιγμή που άνοιξα τις κουρ- τίνες αρχίζει ν’ αργοσβήνει. Αν η μαμά κι ο μπαμπάς νομίζουν πως αυτό είναι αστείο… Ε, λοιπόν, δεν είναι καθόλου. Το καθιστικό είναι το ίδιο έρημο όπως κι η κουζίνα, η τηλεόραση σβηστή κι όλα τα μαξιλάρια στη θέση τους. Δε μου κάνει εντύπωση που η Λίλι δεν έχει ακόμη σηκω- θεί, αφού συνήθως τα Σαββατοκύριακα εμφανίζεται με- τά τις δέκα. Έχει να κάνει με το ότι είναι έφηβη και με το ότι οι ορμόνες του εγκεφάλου της την κάνουν να κοιμά- ται πολύ. Ίσως αυτό ν’αρχίσει να μου συμβαίνει κι εμένα τώρα που γίνομαι δέκα. Τώρα που είμαι δέκα χρονών, όλα μπορεί ν’αλλάξουν. Έχω κάνει πλέον τον γύρο του ισογείου: χολ, κουζίνα, καθιστικό και ξανάπίσωστο χολ. Αν ημαμά κι ομπαμπάς πράγματι κρύβονται κάπου προκειμένου να μου κάνουν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=