Οι άνθρωποι στα δέντρα

H A N Y A Y A N A G I H A R A 42 έκπληξης, πανικού και αμηχανίας– πολύ καλύτερα από ό,τι το ίδιο του το πρόσωπο. «Ημητέρα σου πέθανε» είπε ο πατέρας μου. Ακούστηκε ήρεμος και σοβαρός, και μίλησε με ύφος κανονικό, που ερχόταν σε αντί­ θεση με την έκφρασή του – μάλιστα, η φωνή του με καθησύχασε. «Σοβαρά, Τζόζεφ;» είπε ο Αιδεσιμότατος Κάνιγκχαμ. «Καλύτερα να το μάθει έτσι, χωρίς περιστροφές» είπε ο πατέρας μου. Με είχε κοιτάξει κατάματα για να μου πει το νέο. Τώρα απέ­ στρεψε το βλέμμα και απευθύνθηκε σε κάτι πάνω από το κεφάλι του Αιδεσιμότατου Κάνινγκχαμ. «Υποθέτω ότι θα αναλάβετε το πτώμα, Αιδεσιμότατε. Κάντε ό,τι... ό,τι ήθελε εκείνη να γίνει». Έπειτα χτύπησε τα χέρια του μια φορά, μια συμμαζεμένη, οριστι­ κή χειρονομία, και βγήκε από την πίσω πόρτα στην αυλή. Ο Λέ­ στερ, αφού μου έριξε μια ατέλειωτη, επώδυνη ματιά, έτρεξε ξο­ πίσω του, αφήνοντάς με με τον Αιδεσιμότατο Κάνινγκχαμ, που στέναξε, και τον Τζον Νέιπλς, που συνοφρυώθηκε. «Έι, εσύ!» μου είπε ο Νέιπλς. «Δεν έχεις έναν αδελφό κάπου εδώ γύρω;» Ήξερε ότι είχα. Το περασμένο καλοκαίρι, ο Όουεν κι εγώ είχα­ με τσακώσει ένα σωρό νερόφιδα και τα βάλαμε, ένα γλιστερό σκοινί τη φορά, στο γραμματοκιβώτιο του ιατρείου του Νέιπλς. Ήταν μια παιδιάστικη πλακίτσα, όμως είχε εξοργιστεί και ποτέ δεν μας το συγχώρεσε. Ήταν ένας πικρόχολος, θυμωμένος άν­ θρωπος, που η απογοήτευσή του από τον κόσμο τον είχε κάνει οξύ, ο τύπος του ανθρώπου που στον δρόμο κλοτσούσε σύννεφα χώμα προς την κατεύθυνση των παιδιών απλώς και μόνο επειδή ήξερε ότι λίγους τρόπους είχαν να εκδικηθούν. «Δεν σ’ ενδιαφέρει να μάθεις πώς εξέπνευσε η μητέρα σου;» με ρώτησε. «Νέιπλς!» είπε ο Αιδεσιμότατος Κάνινγκχαμ. Ο Νέιπλς αγνόησε τον Αιδεσιμότατο Κάνινγκχαμ. «Εκείνα τα κουνούπια που μαζεύονται στο ρέμα σας» συνέχισε. «Η ιατρική μου άποψη είναι ότι φέρουν ένα στέλεχος κινέζικης γρίπης. Τα κουνούπια είναι φορείς ασθενειών, και η μητέρα σου περιφερόταν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=