Οι άνθρωποι στα δέντρα
Ο Ι Α Ν Θ Ρ Ω Π Ο Ι Σ Τ Α Δ Ε Ν Τ Ρ Α 41 νη την ημέρα είναι ελάχιστα, είναι μάλλον επειδή έμοιαζαν τόσο πολύ με όσα είχαμε μάθει να αποδεχόμαστε ως την κανονική της συμπεριφορά. Μπορεί να ήταν εκνευριστική η μητέρα μας, ποτέ όμως δεν θα μπορούσαμε να την κατηγορήσουμε για ασυνέπεια. Ακόμα και η τελευταία μέρα της ζωής της ακολούθησε τον ίδιο εκείνο ανεξιχνίαστο ρυθμό που μόνο εκείνη μπορούσε να απο κρυπτογραφήσει. Το επόμενο πρωί εγώ κι ο Όουεν κοιμηθήκαμε ως αργά, όπως συνήθως κάναμε το καλοκαίρι. Όταν ξύπνησα –στο διπλανό κρε βάτι ο Όουεν ακόμη κοιμόταν– η μέρα ήταν ζεστή. Λίγα ζητούνταν από μας. Σε αντίθεση με τα άλλα παιδιά, δεν περίμεναν από εμάς να κάνουμε οποιαδήποτε αγγαρεία· οι μέρες ήταν δικές μας για να τις γεμίσουμε όπως θέλαμε. Συνακόλουθα, τους μήνες του καλοκαιριού τούς περνούσαμε με επιπόλαιες ασχολίες – βασανί ζοντας τους βουβαλοβάτραχους στο ρέμα, κλέβοντας βερίκοκα απ’ τα δέντρα του Λέστερ Ντρου, έρποντας στο ψηλό, τραχύ χορ τάρι στο κατόπι μιας οικογένειας από μαρμότες. Τα πρωινά ξυ πνούσαμε όποτε θέλαμε, τρώγαμε ό,τι είχαν αφήσει για εμάς στην κουζίνα και φεύγαμε για να πραγματοποιήσουμε τα σχέδια της μέρας. Μερικές φορές θα ήταν εκεί ο πατέρας μου με τον Λέστερ Ντρου στρίβοντας τσιγάρο, ανάμεσά τους ένα πιάτο με φέτες κόκκινα ροδάκινα που γυάλιζαν αρρωστιάρικα σαν ωμή σάρκα. Μας γρύλιζαν, τους γρυλίζαμε κι εμείς, και καθόμασταν στο τρα πέζι βουβοί. Ήταν εκεί όταν έφτασα εκείνο το πρωί, όπως όμως και άλλοι δυο: ο Τζον Νέιπλς, ο γιατρός της πόλης, και ο Αιδεσιμότατος Κάνινγκχαμ, ο ιερέας της πόλης, όλοι τους συζητώντας χαμηλό φωνα. Όταν μπήκα, η συζήτησή τους σταμάτησε. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος απαθής, στωικός, δεν έρρεπε προς τον συναισθη ματισμό. (Είχε πλατύ, τετράγωνο πρόσωπο και μάτια στο μουντό λαδί της κάππαρης.) Επομένως, όποτε φανέρωνε κάποιας λογής συναίσθημα, ήταν λόγος ανησυχίας, ή τουλάχιστον περιέργειας. Μάλιστα, θυμάμαι την έκφρασή του εκείνο το πρωί –ένα μείγμα
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=