Οι άνθρωποι στα δέντρα
Ο Ι Α Ν Θ Ρ Ω Π Ο Ι Σ Τ Α Δ Ε Ν Τ Ρ Α 37 δεν τις ξεστομίσαμε · οι μόνες κουβέντες που κάναμε γι’ αυτήν είχαν μια γεύση χλεύης ή αηδίας. Η ανησυχία μάς έφερνε πιο κοντά τον έναν με τον άλλον, μας έκανε τολμηρότερους και πιο αποκρουστικούς. Σίγουρα, σκεφτόμασταν, θα τη φτάναμε σε ένα σημείο που ο πραγματικός ενήλικας που τόσο καλά είχε κρύψει θα φανερωνόταν. Όπως τα περισσότερα παιδιά, υποθέταμε ότι όλοι οι ενήλικες ήταν εκ φύσεως διαποτισμένοι με μια αίσθηση εκφοβισμού, εξουσίας. Εκτός από την ελαφρότητά της, υπήρχαν θεμελιώδεις απόψεις από τις οποίες η μητέρα μου θα μπορούσε να θεωρηθεί αποτυχη μένη. Ήταν τσαπατσούλα στη μαγειρική (το μπρόκολο στον ατμό που έφτιαχνε δεν μασιόταν, τα ανθύλλιά του όλο τραγανά κουφά ρια μικροσκοπικών αθέατων σκαθαριών, το ψητό κοτόπουλό της έτριζε απ’ το αίμα) και μόνο περιστασιακή νοικοκυρά – ο πατέρας μας της είχε αγοράσει μια ηλεκτρική σκούπα, όμως έστεκε παρα μελημένη στην ντουλάπα με τα παλτά μας ώσπου μια μέρα την κάναμε κομμάτια εγώ κι ο Όουεν. Ούτε φαινόταν να έχει ενδια φέροντα. Ποτέ δεν την είδαμε να διαβάζει ή να γράφει ή να ζω γραφίζει ή να σκαλίζει τον κήπο, ασχολίες, όλες τους, που (ακό μα και τότε) ξέραμε ότι είχαν εγγενή αξία και ενδιαφέρον. Τα καλοκαιρινά απογεύματα, μερικές φορές τη βρίσκαμε να κάθεται στο καθιστικό, τα πόδια της μαζεμένα κοριτσίστικα, ένα χαζό χαμόγελο στο πρόσωπό της, να κοιτάζει επίμονα πλην αδειανά έναν απέραντο αστερισμό από κόκκους σκόνης που τους φανέ ρωνε μια ηλιαχτίδα. Μια φορά την είδα να προσεύχεται. Μπήκα στο καθιστικό ένα απόγευμα μετά το σχολείο και τη βρήκα γονατιστή, οι παλάμες της ενωμένες, το κεφάλι της σηκωμένο. Τα χείλη της σάλευαν, όμως δεν μπορούσα να ακούσω τι έλεγε. Φαινόταν γελοία, σαν ηθοποιός που παίζει σε άδειο θέατρο, και ντράπηκα γι’ αυτήν. «Τι κάνεις;» ρώτησα, και σήκωσε το βλέμμα, ανάστατη. «Τίποτα» είπε, σαστισμένη. Όμως ήξερα τι έκανε και επίσης ήξερα ότι έλε γε ψέματα.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=