Οι άνθρωποι στα δέντρα

H A N Y A Y A N A G I H A R A 36 «Μα αφού σας είδα εκεί» έλεγε. Όχι, της λέγαμε εν χορώ, κουνώντας τα κεφάλια μας. Πρέπει να ήταν δυο άλλα αγόρια. Δυο άλλα αγόρια που μας έμοιαζαν. «Μα–» άρχιζε, και το πρόσωπό της πάγωνε από σύγχυση για μια στιγμή και έπειτα άδειαζε πάλι. «Κάτι τέτοιο θα έγινε» έλεγε αβέβαια, και κατέβαζε τα μάτια στο πιάτο της. Αυτός ο διάλογος γινόταν αρκετές φορές τον μήνα. Για μας ήταν παιχνίδι, αλλά παιχνίδι δυσάρεστο. Άραγε η μητέρα μας πήγαινε με τα νερά μας; Όμως η έκφραση του προσώπου της –αληθινής ανησυχίας, φόβου ότι, όπως λέγαμε τότε, δεν ήταν καλά , ότι ήταν ανίκανη να εμπιστευτεί ή να πιστέψει την όραση ή τη μνήμη της– φαινόταν υπερβολικά αληθινή, υπερβολικά αυθόρμη­ τη. Επιλέγαμε να πιστεύουμε ότι υποκρινόταν, διότι η εναλλακτι­ κή, ότι ήταν τρελή ή, ακόμα χειρότερα, αληθινά ηλίθια, παραήταν τρομακτική για να τη σκεφτούμε στα σοβαρά. Αργότερα, στο δωμάτιό μας, ο Όουεν κι εγώ τη μιμούμασταν (« Μα–Μα–Μα–εσείς ήσασταν! ») και γελούσαμε, μετά όμως, ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας, σιωπηλοί, ενώ σκεφτόμασταν τις υποδηλώσεις του παιχνι­ διού, ανησυχούσαμε. Ήμασταν μικροί, όμως ξέραμε κι οι δυο (από βιβλία, από τους συνομήλικούς μας) τα όσα ήταν αναμενό­ μενο να κάνει μια μητέρα –να επιπλήττει, να διδάσκει, να διατά­ ζει, να τιμωρεί αν ήταν απαραίτητο– και επιπλέον, ξέραμε κι οι δυο ότι η μητέρα μας δεν ήταν ικανή γι’ αυτά τα πράγματα. Τι, αναρωτιόμασταν, θα γινόμασταν μεγαλώνοντας με μια τέτοια γυναίκα; Γιατί ήταν τόσο ανίκανη; Της φερόμασταν όπως φέρονταν τα περισσότερα αγόρια στα ζωάκια: με καλοσύνη όταν νιώθαμε χαρούμενοι και γενναιόδωροι, με σκληρότητα όταν δεν νιώθαμε. Ήταν μεθυστικό να ξέρουμε ότι είχαμε τη δύναμη να κάνουμε τους ώμους της να χαλαρώσουν, να κάνουμε τα χείλη της να σχηματί­ σουν ένα αβέβαιο χαμόγελο, και ωστόσο επίσης να την κάνουμε να κατεβάσει το κεφάλι, να την κάνουμε να τρίψει γρήγορα την παλάμη στο πόδι της, πράγμα που έκανε όταν ήταν αγχωμένη ή δυστυχισμένη ή μπερδεμένη. Τις έγνοιες μας αυτές ωστόσο ποτέ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=