Οι αλήθειες των άλλων
30 ΝΊΚΟΣ ΘΈΜΕΛΗΣ Ρωμιούς και μια χούφτα Τούρκους. Κανείς δεν ήξερε πώς μπορούσαν να έρθουν τα πράγματα, απαντούσε ο παππούς σε όσους τον απόπαιρναν για εκείνη του την ιδιοτροπία, αφού πίστευαν ότι με το λυτρωμό τα τούρκικα δεν θα ’χαν πια καμιά αξία. Ο Μεχμέτ θυμόταν ακόμη κάποια άλλα λόγια του παππού του. Όχι πως καταλάβαινε ακριβώς τι εννοούσε, μα εντυπω σιαζόταν από τη δύναμη της φωνής που ύψωνε ο ολιγόλογος, ο μετρημένος κυρ Μανόλης σε γιορτινές συνάξεις ή όταν το βράδυ, αφού είχαν αποφάγει, κάθε τόσο ο νονός του έφερνε την κουβέντα για την πολιτική κατάσταση, την ένωση με τη μητέρα Ελλάδα, την πατρίδα. Άλλοτε συμφωνούσαν, συχνά λογομαχούσαν τα δυο αδέλφια· ο νονός του επαναλάμβανε παθιασμένα όσα με κάποια προσοχή ο δάσκαλος αποτολμού σε να τους δασκαλέψει στο σχολείο, ο παππούς επαναλάμ βανε μονότονα, πεισματικά την άποψή του. Ο Μανόλης τους άκουγε προσεχτικά, όμως με τον καιρό μέσα του καταστάλαζε η γνώμη του παππού του. Πατρίδα ήταν ο τόπος όπου ζούσαν, λυτρωμένος ή όχι δεν είχε τόση σημασία, τελεία και μπάστα, όπως έλεγε με έπαρση ο συμ μαθητής του ο Λουίτζι, μικρανεψιάς του Ιταλού προξένου. Τα απόβραδα, αφού είχαν αποφάγει, όταν παππούς και θείος δεν αποφάσιζαν να ριχτούν πάνω από το τάβλι, έπια ναν, κουταλίζοντας λίγο χαλβά ή δροσερό χοσάφι, κάθε λο γής συζητήσεις που τους κρατούσαν γύρω από το τραπέζι. Πρώτη και καλύτερη η Ανδρομάχη ενημέρωνε την οικογέ νεια για τα κουτσομπολιά που γυρόφερναν τα σοκάκια και
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=