Οι αλήθειες των άλλων
ΟΙ ΑΛHΘΕΙΕΣ ΤΩΝ AΛΛΩΝ 25 θρυμματίζονται και να σβήνουν. Δαιμονιζόταν, δεν μπορούσε να χωνέψει πως η λησμονιά σκέπαζε στα μουλωχτά την προ ηγούμενη ζωή του, κι ας τον χώριζε από αυτήν ούτε ένας χρόνος. Ίσως γιατί οι μήνες του φαίνονταν αιώνες. Ίσως γιατί ήταν δυσβάσταχτη η σύγκριση του σήμερα με τότε. Η οικογένειά του ήταν γνωστή σε όλες τις Κυδωνιές και τα Μοσχονήσια, τόπο ευλογημένο από τα φυσικά χαρίσματά του και τα παμπάλαια προνόμια του σουλτάνου από το 1770. Ρω μιοί και χριστιανοί ορθόδοξοι, όπως όλοι οι συντοπίτες του, έχαιραν εκτίμησης στην αγορά, στο λιμάνι, σε όσους τόπους είχαν αλισβερίσια, ιδιαίτερα στη Μυτιλήνη. Αρχηγός της οι κογένειας ήταν ο παππούς του ο κυρ Μανόλης. Εμπορευόταν τα ελέη του Θεού, αυτά που προορίζονταν κυρίως για το νοικοκυριό ή το τραπέζι, όμως εκείνος δήλωνε ότι εμπορευό τανε καφέ· ίσως γιατί μ’ αυτόν συντρόφευε χιλιάδες ψυχές σε πίκρες και χαρές, σε ώρες δουλειάς ή σε στιγμές ραστώ νης. Στον εκλεκτό καφέ που προμήθευε στον καδή αλλά και σε άλλα διαλεκτά καλούδια οφειλόταν η μαγιά της φιλίας που γεννήθηκε με τον καιρό ανάμεσά τους και στάθηκε σω τήρια σε κρίσιμες στιγμές στους δρόμους της ζωής του. Ο δευτερότοκος αδελφός του παππού, ο θείος Μάρκος, κυβερνούσε κάποτε από τον καφενέ του λιμανιού, παίζοντας ακατάπαυστα πότε το μπεγλέρι και πότε τάβλι, δυο πελώρια καραβόσκαρα λόβερ που όργωναν κατά μήκος τα τούρκικα νερά στο Αιγαίο. Αν χρειαζόταν, έφταναν μέχρι τον Σουλινά
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=