Οι αλήθειες των άλλων
24 ΝΊΚΟΣ ΘΈΜΕΛΗΣ αρμένιζε στο πέλαγο με τις επιθυμίες και τα όνειρά του. Χάζευε τα άστρα ή ακολουθούσε το φεγγαρόφωτο που σερ νόταν αργά πάνω από την πόλη. Αναπολούσε και σκεφτόταν. Στις βαριές χειμωνιάτικες νύχτες μετά από λίγες ρακές απόμενε σκυφτός, σχεδόν ασάλευτος, δίπλα στην πορσελά νινη σόμπα με τα βαθυκόκκινα πλακάκια που σχημάτιζαν ανάγλυφα μικρές τουλίπες· λες και προσπαθούσε να διακρί νει ανάμεσα στο βουητό του ανέμου, στο σούσουρο της βρο χής, στο θρόισμα της μεγάλης κουκουναριάς, τα λόγια της φωτιάς ή να μαντέψει απ’ τους ψιθύρους της κάποια κρυφά μηνύματα που τον αναζητούσαν. Ίσως μηνύματα από τους μακρινούς δικούς του. Κάθε τόσο τον γυρόφερναν στιγμές, συμβάντα, εικόνες και ακούσματα μιας εποχής με χάδια και παιχνίδια, με συμ βουλές, γράμματα αλλά και σκανταλιές, σπάνια και που με τη δυσβάσταχτη απειλή: Όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ρά βδος. Αλλά και στον πόλεμο ή όταν αργότερα ο φόβος πά τησε στα μέρη τους, τίποτα δεν άλλαξε στον μικρό του κό σμο, αν εξαιρούσε ότι για ένα διάστημα είχε σταματήσει να πηγαίνει στο σχολείο. Τότε, το ’17, που αναγκάστηκαν όλοι οι Αϊβαλιώτες διωγμένοι από τους Τούρκους να εγκαταλεί ψουν την πόλη και από θαύμα ο παππούς χάρη στις γνωρι μίες του κατάφερε να περισώσει από τον εκτοπισμό τα γυ ναικόπαιδα της οικογένειάς του. Σε δύσκολους καιρούς ο ίδιος μεγάλωνε προστατευμένος σε κουκούλι. Όμως με το πέρασμα του χρόνου έπιανε τον εαυτό του να απωθεί τα περασμένα, οι αναμνήσεις να τρεμοπαίζουν, να
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=