Οι αλήθειες των άλλων

ΟΙ ΑΛHΘΕΙΕΣ ΤΩΝ AΛΛΩΝ 23 και τα ξωκλήσια στις πλαγιές και στα απέναντι Μοσχονήσια. Σκοτείνιαζαν σιγά σιγά σοκάκια, δεντροσκέπαστες μικρές αυλές, ξεθύμαινε το πράσινο στα τσάμια και στα κυπαρίσσια. Το ασημί στα λιόδεντρα άντεχε τελευταίο. Μπλάβιζε και μελάνιαζε η θάλασσα, όταν άλλοτε αναρι­ γούσε και άλλοτε χτυπιόταν μανιασμένη σαν ποτάμι που κατέβαινε ορμητικό από τα Δαρδανέλια, και τα χαμηλά Μο­ σχονήσια έσβηναν μέσα στο λυκόφως, χλόμιαζαν και χάνο­ νταν πρώτα απ’ όλους στους αταξίδευτους κόσμους του από­ βραδου που οδηγούσανε σιωπηλά στις νύχτες. Όλα τα χρώ­ ματα μουντά, βαρύθυμα, ακολουθούσαν. Αλλά κι όταν ακό­ μα έλουζε τη γη το φως της μέρας και άστραφτε το σύμπαν κάτω από του Πανύμψηστου τον θόλο, μια πόλη έρημη ήταν πάλι, βουβή, σαν την είχανε καταραστεί και η πανούκλα την είχε ξεκληρίσει. Ο Μεχμέτ έφερνε συχνά στο μυαλό του μνήμες από την οικογένειά του· συνήθως τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς, όταν έπεφτε ο ήλιος στο Αιγαίο και πήγαινε να βρει τους δικούς του. Αποξεχνιόταν φουμάροντας αραγμένος στο στε­ νό μπαλκονάκι που έβλεπε κατά τη δύση, με το αγαπημένο κιλιμάκι της γιαγιάς στους ώμους μόλις έπεφτε το αγιάζι ή σχεδόν γδυτός τις γλυκές νύχτες της άνοιξης, καθώς περί­ μενε με το κορμί να αισθανθεί τις μυρουδιές και το άγγιγμά της. Σφήνωνε τις πατούσες στο σιδερένιο κιγκλίδωμα και με το σκαμνί στα δύο πισινά του πόδια στηριγμένο λικνιζόταν νωχελικά μπρος πίσω. Χανόταν στο άνοιγμα των χαμηλών σπιτιών που τον έβγαζε με μια ματιά στη Μέσα θάλασσα κι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=