Οι αλήθειες των άλλων
21 1 Ο Μεχμέτ τράβηξε τα χέρια του από το κάγκελο απ’ όπου γερμένος στηριζόταν και όρθωσε την κορμοστασιά του στο μπαλκόνι, σαν να ’ταν σε άμβωνα χότζας ή δεσπότης. Πήρε μια βαθιά ανάσα γεμίζοντας τα πνευμόνια του όσο χωρούσαν και την κράτησε για μία στιγμή μονάχα. Με όση δύναμη μπορούσε έστειλε ένα τρομαχτικό μακρόσυρτο «Ααα...» μες στο σκοτάδι. Μια κραυγή πόνου και απόγνωσης, ένα μήνυ μα με άγνωστο ή ανύπαρκτο παραλήπτη ότι ζούσε, ότι υπήρ χε. Αφουγκράστηκε να προλάβει τον αντίλαλό του, ίσως την εξίσου εναγώνια προσπάθεια κάποιου να απαντήσει. Όμως τίποτα δεν έπιασε το αυτί του. Απέραντη σιωπή σκέπαζε τα απόβραδα την πόλη – το σήμερα, το χθες και τα μελλούμενά της. Τα άψυχα και τους λίγους ζωντανούς της. Τα όνειρα, τις προσμονές και τις ελ πίδες που είχαν αφήσει πίσω αυτοί που είχαν φύγει για άλλα μέρη ή από τον κόσμο τούτο. Γαλήνια ή με τη βία. Παγερό κι απόκοσμο το κάποτε ολοζώντανο Φαρδύ σο κάκι. Έρημοι οι δρόμοι που μάζευαν παλιά δίπλα στις κρήνες και στα σκαλοπάτια της εξώθυρας μικρές παρέες με τα κου τσούβελά τους. Σιωπηλοί οι καφενέδες, οι λέσχες, τα χάνια
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=