Οι αλήθειες των άλλων

18 ΝΊΚΟΣ ΘΈΜΕΛΗΣ ίσως η σπιτονοικοκυρά του, μια μάλλον ξεπεσμένη Ελληνοαγ­ γλίδα χήρα, που τον φρόντιζε σαν να ήταν γιος της. Ήθελε τόσο να της δώσει μια χαρά, μια μικρή χαρά πριν φύγει. Αναζήτησε το πορτοφόλι του και μέτρησε τις τελευταίες οικονομίες του, υπολόγισε τα δούναι του· λαβείν δεν είχε ούτε ένα σεντ να πε­ ριμένει. Σίγουρα θα τα κατάφερνε να της κρατάει μία γλάστρα για να τον θυμάται. Αγόρασε λοιπόν τη γλάστρα, μια κατακόκ­ κινη μπιγκόνια, κι έκανε άλλη μία στάση στο ζαχαροπλαστείο απέναντι από το Βρετανικό Μουσείο για ένα κουτί με τα αγα­ πημένα της βουτήματα. Στάθηκε περιχαρής στα σκαλοπάτια του διώροφου γεωργιανού σπιτιού τους, δυο βήματα από την Μπέντφορντ Σκουέρ, για να πάρει φόρα. Άνοιξε την πόρτα και βροντοφώναξε στην ώριμη κυρία, σαν να ’ταν ο Ρωμαίος που καλούσε την Ιουλιέτα του κάτω από το μπαλκόνι: «Ρούσα μου, γλυκιά μου Ρούσα!» «Πάψε να με πειράζεις» μπόρεσε μόνο να του πει εκείνη, όσο τον κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της. Ξέχασε προς στιγμήν τη φιλαρέσκειά της και άφησε τα δάκρυα να τρέχουν πάνω στο πρόσωπό της που έλαμπε ακόμη. Το βράδυ λίγο πριν πέσει για ύπνο άραξε στο περβάζι του παράθυρου για ένα τσιγάρο. Χάζευε πώς το ψιλόβροχο έτρε­ χε σαν διαφανής αέρινη κουρτίνα μπροστά από τα φώτα του δρόμου. Από τα πόδια του, έτσι όπως κρέμονταν, είχε φύγει ένα βάρος που έσερνε εδώ και χρόνια. Είχε την αίσθηση της λύτρωσης μετά από μια μεγάλη προσπάθεια που είχε ξεκι­ νήσει το 1923 με τον πατέρα του στο Αϊβαλί, κι όσα κι αν ήξερε γι’ αυτήν, ίσως δεν ήταν όλη η αλήθεια.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=