ι αγωνιστές του 1821 (Οι μεγάλοι... μικροί)

κάτω στο χωριό με τους μπαρμπάδες. Και θα είχαμε να φάμε ψωμί». «Τι κουτουράδες είναι αυτές που λες, βρε ζουλάπι…» Ο Θοδωρής τραβάει μαλακά το χαλινάρι του γαϊδά- ρου. «Μη φάτε όλα τα σαλιγκάρια, να μου κρατήσετε κι εμένα» φωνάζει γελώντας και ξεκινάει για την Τριπολι- τσά. Συνεχίζει να ψιλοβρέχει, μ’ εκείνο το ψιλόβροχο που μοιάζει με το παράπονο του μικραδερφού του. Από μια άποψη έχει δίκιο ο μικρός, σκέφτεται ο Θο- δωρής. Αν δεν ήταν εκείνος ο καβγάς με τα παιδιά, εκεί στο χωριό στην Αλωνίσταινα που έμεναν πρωτύτερα… Έπαιζαν τα μικρά και πάνω στο παιχνίδι, λόγο στον λόγο, τσακώθηκαν. Κι εκεί, πάνω στον καβγά, ο Γιάννος θυμωμένος έριξε μια κλοτσιά σ’ ένα παιδί. Ένα καλο- καμωμένο, όμορφο παιδί, μα κακιασμένο, κακότροπο – ώρες ώρες απ’ τα μάτια του πετάγονταν σπίθες που έκαιγαν. Έφυγε κλαψουρίζοντας κι απειλώντας, όχι τό- σο από πόνο αλλά από αγανάκτηση. Κανένα παιδί δεν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=