ι αγωνιστές του 1821 (Οι μεγάλοι... μικροί)

ρό δώρο Θεού το αισθάνθηκε μέσα στην τόση της την πίκρα και τη στενοχώρια. «Δώρο Θεού είσαι, δώρο Θεού ας γίνεις και για όλους μας» μουρμούρισε κλαίγοντας σαν το πήρε στην αγκαλιά της. Κι ευχόταν μέσα της: Μακάρι να μη χρειαστεί να ζήσεις και να πεθάνεις κι εσύ κυνηγημένος, γιε μου . Δυο μήνες μετά που ήταν να τον βαφτίσουν και ρώ- τησε ο παπάς το όνομα του μωρού, εκείνη έσκυψε και ψιθύρισε στο αυτί του νονού: «Θεόδωρος. Δώρο Θεού είναι το μωρό μου». Δεν υπήρχε άλλος Θεόδωρος πριν από αυτόν στο σόι τους. «Να προσέχεις, παλικάρι μου, γιατί…» του λέει τώρα εκείνη. Αφήνει τη φράση της μισοτελειωμένη. ΟΘοδω- ρής όμως ξέρει τι εννοεί. Τον νιώθει τον φόβο και την αγωνία της. Έτσι ζούνε: με τον φόβο και την αγωνία. Της γνέφει καταφατικά καθησυχάζοντάς την. Θα προ- σέχει. Πάντα του προσέχει. Γύρω τους τα μικρότερα παιδιά χοροπηδάνε ενθου- σιασμένα. Μόνο ο Γιάννος, σκοτεινιασμένος, έρχεται κοντά του και του τραβάει την κάπα. «Μη μου είσαι θυμωμένος, Θοδωρή μου…» «Για ποιο πράγμα;» «Ε, να, ξέρεις…Αν δεν ήμουν εγώ, θα ήμασταν ακόμη 15

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=