ι αγωνιστές του 1821 (Οι μεγάλοι... μικροί)

ο τόπος. Έπρεπε να κάνει κάτι για να φάνε λίγο ψωμί. Τι κι αν ήταν μόνο δώδεκα χρονών;Ήταν ο μεγαλύτερος κι η μάνα δεν είχε κανέναν άλλον να τη συντρέξει. Απο- φασισμένος βγήκε να ετοιμάσει τον γάιδαρο. Θα πήγαι- νε να πουλήσει ξύλα στην Τριπολιτσά και με τα λεφτά θ’ αγόραζε αλεύρι. Ίσα που είχε αρχίσει να χαράζει. «Θεού δώρο είσαι. Καλά επέμενα εγώ να σε βγάλου- με Θεόδωρο» του λέει η μάνα τώρα, καθώς τον βοηθάει να φορτώσει τα ξύλα στον γάιδαρο. «Κι εγώ που νόμιζα πως μ’ έβγαλες έτσι για χάρη του Ορλώφ» απαντάει εκείνος γελώντας. Γελάει κι η μάνα, κι ας πικραίνεται στο άκουσμα της λέξης «Ορλώφ». Του την έχει πει την ιστορία. Ο Θεόδωρος Ορλώφ, Ρώσος ευγενής και στρατιωτικός, σαν να ακολουθούσε ένα όνειρο… Να επανιδρύσει, λέει, τη Βυζαντινή Αυτο- κρατορία. Και με τα πολλά, έδωσε ελπίδα στους Έλλη- νες πως θα τους βοηθούσαν οι Ρώσοι να ξεσηκωθούν και να διώξουν τον τούρκικο ζυγό. Κάποιοι τον πίστεψαν, πολλοί ήλπισαν κι άλλοι τόσοι ξεσηκώθηκαν. Για μία ακόμα φορά όμως νικήθηκαν. Κι όταν νικιέσαι, μετά κυνηγιέσαι. Κυνηγημένη έτρεχε κι η μάνα μαζί με άλλες γυναίκες να γλιτώσουν πάνω στα βουνά. Έλα που όμως ήταν ετοιμόγεννη. Την έπιασαν οι πόνοι. Κάτω από ένα δέντρο στη μέση του πουθενά γέννησε το μωρό της. Δεν ήξερε αν θα ξανάβλεπε τον άντρα της. Κι εκείνο το μω- 14

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=