ι αγωνιστές του 1821 (Οι μεγάλοι... μικροί)

«Ε, λοιπόν, σας υπόσχομαι πως αύριο θα φάμε φρε- σκοψημένο ψωμί. Θα πάω στην Τριπολιτσά να φέρω αλεύρι» λέει ο Θοδωρής και τα αδέρφια του αρχίζουν να χοροπηδάνε φωνάζοντας χαρούμενα. ΟΘοδωρής παρασύρεται από τον ενθουσιασμό τους και γελάει μαζί τους. Η μάνα τον κοιτάζει απορημένη. «Δε βρέχει. Φτύνει σήμερα. Αργά ή γρήγορα θα ξε- θυμάνει ο καιρός. Μέχρι το μεσημέρι, μη σου πω, θα έχει βγάλει ήλιο. Δεν υπάρχει λόγος να μην πάω, μάνα». Την έχει πάρει την απόφασή του. Όλο το προηγού- μενο βράδυ σχεδόν δεν κοιμήθηκε. Είχε στημένο το αυ- τί του, με την ελπίδα πως θα ηρεμούσε επιτέλους ο και- ρός και θα σταμάταγε να βρέχει. Πράγματι, εκεί λίγο πριν το ξημέρωμα δεν ακουγόταν τίποτα. «Σταμάτησε η βροχή, ε, Θοδωράκη;» άκουσε τον Γιάν- νο να ψιθυρίζει δίπλα του. Μοιράζονταν το ίδιο στρώμα. Εκείνοι στο ένα κι η μάνα με την Ελένη και τον Χρήστο στο άλλο. Ο Γιάννος, αν κι ο μικρότερος, ήθελε να κοι- μάται με τον Θοδωρή. «Δεν κοιμάσαι εσύ;» «Δεν μπορώ. Πονάει η κοιλιά μου». Ήξερε οΘοδωρής γιατί πονούσε η κοιλιά του μικρού: από την πείνα. Όμως του είπε: «Κοιμήσου να σου πε- ράσει». Σκέπασε τον Γιάννο και σηκώθηκε. Δεν τον χωρούσε 13

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=