ι αγωνιστές του 1821 (Οι μεγάλοι... μικροί)

«Τι με χαϊδεύεις, ωρέ, σαν γατί;» «Είναι που μου αρέσει που είσαι εδώ δίπλα μου. Δε σε χορταίνω, πατέρα». Κι ο πατέρας, κοιτάζοντας μπροστά του ίσα πέρα τον ουρανό, πάνω από τη μάντρα του καστρόπυργου, κού- νησε το κεφάλι του σαν να συμφωνούσε και είπε κατη- γορηματικά: «Τίποτα δε χορταίνουμε, γιε μου, όσο εί- μαστε υπόδουλοι. Μόνο όταν χορτάσουμε ελευθερία, τότε θα μπορούμε να χορτάσουμε κι όλα τ’ άλλα». Λίγες μέρες μετά ήταν που επιχείρησαν την έξοδο. Πριν βγουν απ’ τον καστρόπυργο, ο πατέρας τους ήρθε και τους φίλησε έναν έναν. Στον Θοδωρή στάθηκε κι αμίλητος του έβαλε στο χέρι την πιστόλα του. Λέξη δεν του είπε. Μόνο τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδαν. Ποτέ ξανά. Λίγο μετά από εκείνη την έξοδο, τον σκότωσαν. «Μόνο όταν χορτάσουμε ελευθερία, τότε θα μπορούμε να χορτάσουμε κι όλα τ’ άλλα» επαναλαμβάνει τώρα μέσα του ο Θοδωρής. Και νιώθει ξαφνικά τη φράση αυτή σαν αεράκι δροσερό που δροσίζει το πονεμένο του μάγουλο, δροσίζει και την καρδιά του που την καίει η αδικία και το παράπονο του υπόδουλου. Σκουπίζει τα μάγουλά του από τα δάκρυα και με την πιστόλα αγκαλιά δίνει στον εαυτό του μια υπόσχεση· κι έπειτα πιάνει και την ξανακρύβει στην κουφάλα του δέντρου.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=