ι αγωνιστές του 1821 (Οι μεγάλοι... μικροί)

τσήσει τον Τούρκο που τον χαστούκισε. Ούτε καν μια λέξη δεν τολμάει να βγάλει από μέσα του. Ούτε καν ένα δάκρυ. Δεν μπορεί, πρέπει να προσέχει. Ξαναπατάει το πόδι στο έδαφος, σκύβει ταπεινωμένος το κεφάλι κι απο- μακρύνεται τραβώντας ξοπίσω του τον γαϊδαράκο του. Αμίλητος πουλάει τα ξύλα, αγοράζει το αλεύρι. Όμως ούτε μια στάλα χαράς δε νιώθει πια. Πάει η χαρά του. Την έχει τσακίσει εκείνο το χαστούκι. Με τσακισμένη χαρά παίρνει τον δρόμο του γυρισμού. Τώρα τα πόδια του δεν έχουν την ίδια ελαφράδα κι ανυπομονησία. Το βάδισμά του είναι βαρύ κι αργό, και δεν έχει να κάνει μόνο επειδή τώρα είναι ανηφοριά ο δρόμος…Τώρα απ’ τα μάτια του τρέχουν δάκρυα, μικρά ρυάκια. Τώρα μπορεί να κλάψει. Για εκείνη την αδικία… Ώρες μετά, στέκεται να ξαποστάσει κάτω από ένα δέντρο. Έχει αρχίσει να χαμηλώνει ο ήλιος. Δένει τον γάιδαρο μη φύγει. Κοιτάζει ολόγυρα. Ψυχή δεν υπάρχει. Και μόνο τότε βάζει το χέρι του μέσα στην κουφάλα του δέντρου. Βγάζει από μέσα κάτι κλαριά. Κι έπειτα πιάνει αυτό που αναζη- τάει. Το παίρνει στα χέρια του προσεκτικά και αρχίζει να το χαϊδεύει λες κι είναι πλάσμα ζωντανό. Δεν είναι όμως. Μια πιστόλα είναι. Ηπιστόλα του πατέρα του. Όμορφη, βαριά, με ασημένια σκαλίσματα επάνω στολισμένη. Τη χαϊδεύει. Τη χαϊδεύει λες και χαϊδεύει το χέρι του πατέρα – όπως τότε εκεί, στον πύργο της Καστάνιτσας. 22

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=