17 1 Λάκι ΗΛάκι είχε αργήσει. Είχε αργήσει ανεύθυνα, μη αναστρέψιμα· είχε αργήσει τόσο, που κινδύνευε να χάσει αυτή τη δουλειά. Είχε πρόβα για μια επίδειξη υψηλής ραπτικής στο Μαρέ στις δώδεκα το μεσημέρι, δώδεκα όμως ήταν πριν από δέκα λεπτά κι εκείνη βρισκόταν ακόμη χιλιόμετρα μακριά μέσα σε ένα βαγόνι του μετρό. Είχε περάσει το προηγούμενο βράδυ σ’ ένα πάρτι της εβδομάδας μόδας απολαμβάνοντας τα δωρεάν ποτά (το μόνο είδος ποτού που ενδιέφερε τη Λάκι) κι εκεί είχε γνωρίσει δύο καλλιτέχνες του γκράφιτι που δούλευαν για μια πολυεθνική και αγωνιούσαν να αποκαταστήσουν τη θέση τους στην κοινωνία ως περιθωριακών δημιουργών. Οι καλλιτέχνες αυτοί της πρότειναν να την πάρουν με τη μία από τις μοτοσικλέτες τους και να πάνε στο Δέκατο Έκτο Διαμέρισμα, σε ένα εγκαταλειμμένο αρχοντικό, κατοικία ενός πρώην διπλωμάτη, που είχαν βάλει στο μάτι να ταγκάρουν. Αν και η Λάκι δεν θεωρούσε τη βεβήλωση ιστορικών κτιρίων με σπρέι ως την πιο ευχάριστη δραστηριότητα, η παράταση
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=