ΟΙ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΠΛΟΥ 25 σπειροειδές κλιμακοστάσιο· οι βαριές μπότες της αντηχούσαν στους πέτρινους τοίχους καθώς ανέβαινε, σταματώντας σε κάθε κεφαλόσκαλο να πάρει ανάσα. Η συνήθεια που είχε ξεκινήσει από την εφηβεία της να καπνίζει ένα πακέτο την ημέρα την είχε καταστήσει ακατάλληλη για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Εντέλει σύρθηκε κρατημένη από την κουπαστή ως το τελευταίο πάτωμα. Μια γυναίκα με μαλλιά τραβηγμένα και πιασμένα σ’ έναν σφιχτό σκούρο κότσο και μια μεζούρα να κρέμεται σαν φίδι περασμένη γύρω από τον λαιμό της στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας περιμένοντάς την. «Άργησα, το ξέρω» είπε λαχανιάζοντας η Λάκι. «Je suis désoleé».* «Και είσαι;» ρώτησε η γυναίκα απότομα. «Η Λάκι…» είπε εκείνη με κομμένη την ανάσα. «Μπλου». «Λού-κι;» επανέλαβε η γυναίκα κοιτάζοντας τον στερεωμένο σε ένα ντοσιέ με πιάστρα κατάλογο ονομάτων που κρατούσε. Πίσω της η Λάκι άκουγε το επιμελές βουητό ραπτομηχανών σε λειτουργία. «Δεν άργησες. Για την ακρίβεια, ήρθες πολύ νωρίς. Η πρόβα σου είναι στις δύο». Η Λάκι ακούμπησε τις παλάμες της στα γόνατά της και ξεφύσηξε. «Νόμιζα ότι ήταν στις δώδεκα». «Έκανες λάθος. Ξαναέλα, παρακαλώ, στις δύο. Τσάο!» Η πόρτα έκλεισε στα μούτρα της μ’ ένα επιτακτικό κλικ. * Γαλλικά στο πρωτότυπο: Λυπάμαι. (Σ.τ.Μ.)
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=