Οι αδερφές Μπλου

COCO MELLORS 24 Η Λάκι κοίταξε τον άντρα να την καρφώνει με κτητική ευδαιμονία, λες και διάλεγε τι γλυκό θα έτρωγε από τη βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου. Από τον καβάλο του το μπουκάλι του νερού εξακολουθούσε να προεξέχει στραμμένο προς το μέρος της. «Μπορώ;» τον ρώτησε δείχνοντάς το. Ο συρμός σταμάτησε. «Αυτό;» ρώτησε μπερδεμένος ο άντρας. Της έδωσε το πλαστικό μπουκάλι. «Mais bien sûr». Η Λάκι πήρε το μπουκάλι από τα χέρια του, ξεβίδωσε το καπάκι και έριξε όσο νερό είχε απομείνει στον καβάλο του. Εκείνος τινάχτηκε με μια πνιχτή κραυγή καθώς ο σκούρος λεκές απλωνόταν στο τζιν του. Η Λάκι έτρεξε προς την έξοδο, τράβηξε τον ασημί μοχλό, αυτό το παράξενο εργαλείο αυτενέργειας, αποκλειστικότητα του παρισινού μετρό, και οι πόρτες του βαγονιού άνοιξαν. Από την αποβάθρα μπορούσε να τον ακούσει να τη βρίζει –«Σκρόφα»– καθώς επιβάτες συνέρρεαν ανάμεσά τους μπαίνοντας στον συρμό. Η Λάκι ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά και βγήκε στο φως του ήλιου. Στην Πλας ντε Βοζ πέτρινες αψιδωτές πύλες ύψωναν το ανάστημά τους από πάνω της καθώς εκείνη έτρεχε προς τη διεύθυνση που της είχε στείλει η ατζέντισσά της. Δύο ηλικιωμένοι άντρες που κάπνιζαν ντυμένοι με ασορτί λαδί καμπαρντίνες γύρισαν να την κοιτάξουν ενώ περνούσε. Η Λάκι χτύπησε το κουδούνι της πολυκατοικίας, άνοιξε την ξύλινη εξώπορτα με την ξεφλουδισμένη μπλε μπογιά και μπήκε στην αυλή. Στην άλλη άκρη υπήρχε ένα ψηλό

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=