ΟΙ ΑΔΕΡΦΕΣ ΜΠΛΟΥ 23 σαν τον ακρωτηριασμένο που, πιστεύοντας πως έχει ακόμη τα πόδια του, προσπαθεί να σηκωθεί όρθιος. «Γεια, εγώ είμαι» άρχισε η Λάκι όταν άκουσε τον χαρακτηριστικό ήχο. «Εεε… Απλώς πήρα να πω ένα γεια». Έριξε μια ματιά στον άντρα, ο οποίος δεν επιχείρησε καν να προσποιηθεί ότι δεν την άκουγε. «Είναι η εβδομάδα μόδας εδώ, οπότε, όπως πάντα, γίνεται χαμός, ήθελα όμως να σου τηλεφωνήσω γιατί… Ε, γιατί σήμερα είναι μεγάλη μέρα για σένα, υποθέτω. Ένας χρόνος! Δεν μπορώ να το πιστέψω. Οπότε ναι, ήθελα απλώς να σε πάρω και να σου πω… Όχι συγχαρητήρια προφανώς. Δεν είναι σαν να έχουμε καμιά αναθεματισμένη γιορτή. Ήθελα όμως να ξέρεις ότι σε σκέφτομαι. Πάντα σε σκέφτομαι. Και μου λείπεις. Προφανώς». Η Λάκι καθάρισε τον λαιμό της. «Οπότε αυτό. Σ’ αγαπώ». Η Λάκι περίμενε να δει αν θα ένιωθε κάτι, κάποια δυναμική μεταβολή στο σύμπαν, ένα σημάδι ότι η αδερφή της την άκουγε. Τίποτα. «Επίσης, η Έιβερι έχει γίνει πολύ εκνευριστική. Γεια». Έκλεισε το τηλέφωνο και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Έφταναν στο Σεντ Πολ, τη στάση της. Καθώς ξεδίπλωνε το σώμα της για να σηκωθεί, ο άντρας άπλωσε το χέρι να την αγγίξει. Η Λάκι τινάχτηκε σαν να την είχαν κάψει. «Μπορώ να έχω τον αριθμό σου;» Το τρένο έκοψε ταχύτητα μπαίνοντας στον σταθμό και η Λάκι παραπάτησε. Ο άντρας την είδε να χάνει την ισορροπία της και της χαμογέλασε. Τα δόντια του ήταν καφέ από το κάπνισμα. «Είσαι τόσο σέξι» της είπε.
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=