Οικογενειακή ευτυχία
18 | ΛΕΟΝ ΤΟΛΣΤΟΪ «Ναι» είπε μ’ έναν αναστεναγμό η Κάτια και, σκεπάζοντας το σαμοβάρι με το καπάκι, τον κοίταξε έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Θυμάστε, φαντάζομαι, τον πατέρα σας;» απευθύνθηκε σ’ εμένα. «Ελάχιστα» απάντησα. «Τι καλά που θα ήταν αν τον είχατε τώρα μαζί σας!» είπε εκείνος, κοιτώντας ήρεμα και συλλογισμένα το κεφάλι μου από ψηλά. «Τον αγαπούσα πολύ τον πατέρα σας!» πρόσθεσε ακόμα πιο σιγανά, και μου φάνηκε πως τα μάτια του άστρα- ψαν ακόμα περισσότερο. «Και τώρα ο Θεός πήρε κι εκείνη!» είπε η Κάτια κι αμέσως έβαλε μια πετσέτα πάνω στο τσαγερό, έβγαλε το μαντιλάκι της και την πήραν τα κλάματα. «Ναι, είναι φοβερές οι αλλαγές σ’ αυτό το σπίτι» επανέλα- βε εκείνος γυρνώντας από την άλλη το πρόσωπό του. «Σόνια, δείξε μου τα παιχνιδάκια σου» πρόσθεσε ύστερα από λίγη ώρα και πήγε στη σάλα. Με τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα κοίταξα την Κάτια όταν εκείνος βγήκε. «Είναι τόσο θαυμάσιος φίλος!» είπε αυτή. Και πράγματι, ένιωθα μέσα μου θαλπωρή και άνεση από τη συμπάθεια αυτού του ξένου και καλού ανθρώπου. Από το σαλόνι ακούστηκε η τσιριχτή φωνή της Σόνιας και η φασαρία που γινόταν καθώς εκείνος έπαιζε μαζί της. Του έστειλα τσάι. Και τον άκουσα που κάθισε στο πιάνο και, πιάνοντας τα χεράκια της Σόνιας, άρχισε να χτυπάει τα πλήκτρα. «Μαρία Αλεξάντροβνα!» άκουσα τη φωνή του. «Ελάτε εδώ, παίξτε κάτι».
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=