Οικογενειακή ευτυχία

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΕΥΤΥΧΙΑ | 17 του, αλλά εκείνος μου το έσφιξε ακόμα μια φορά και με κοίταξε κατάματα με το σταθερό και εύθυμο βλέμμα του. Είχα να τον δω έξι χρόνια. Είχε αλλάξει πολύ. Γέρασε, μαύρισε και είχε αφήσει φαβορίτες, πράγμα που δεν του πήγαινε καθόλου. Διατηρούσε όμως τους απλούς του τρόπους, το ανοιχτόκαρδο, τίμιο πρόσωπο με τα αδρά χαρακτηριστικά, τα έξυπνα λαμπερά μάτια και το τρυφερό, παιδιάστικο θαρ- ρείς χαμόγελο. Μέσα σε πέντε λεπτά έπαψε πια να είναι ο επισκέπτης μας, έγινε για όλους ο δικός μας άνθρωπος, ακόμα και για τους υπηρέτες που, όπως φαινόταν από τη διάθεσή τους να τον εξυπηρετήσουν, χαίρονταν ιδιαίτερα για τον ερχομό του. Δεν φερόταν όπως οι γείτονες που μας επισκέπτονταν με- τά τον θάνατο της μαμάς και θεωρούσαν απαραίτητο να σω- παίνουν και να κλαίνε όση ώρα βρίσκονταν στο σπίτι μας. Αντιθέτως, αυτός ήταν ομιλητικός, χαρούμενος και δεν είπε ούτε λέξη για τη μητέρα μας, έτσι ώστε στην αρχή αυτή η αδιαφορία μού φάνηκε παράξενη, και μάλιστα ανάρμοστη για έναν τόσο κοντινό μας άνθρωπο. Μετά όμως κατάλαβα ότι δεν επρόκειτο για αδιαφορία αλλά για ειλικρίνεια, κι ένιωσα ευγνωμοσύνη γι’ αυτό. Το βράδυ η Κάτια μάς σερβίρισε τσάι στο σημείο όπου καθόμασταν παλιά στο σαλόνι όταν ζούσε η μαμά. Η Σόνια κι εγώ καθίσαμε κοντά της. Ο γερο-Γκριγκόρι έφερε την παλιά πίπα του μπαμπά που ζήτησε ο Σεργκέι Μιχάηλιτς, κι έπειτα εκείνος άρχισε, όπως παλιά, να πηγαινοέρχεται μέσα στο δωμάτιο. «Πόσες φοβερές αλλαγές έγιναν σ’ αυτό το σπίτι αν το σκεφτεί κανείς!» είπε σταματώντας.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=