Οικογενειακή ευτυχία

22 | ΛΕΟΝ ΤΟΛΣΤΟΪ «Μα γιατί πρέπει ν’ αργήσετε τόσο πολύ;» είπα αφάνταστα θλιμμένη. Και όντως, έλπιζα πως θα τον έβλεπα καθημερινά, και ήταν τόση η λύπη μου και τόσος ο φόβος μου, ώστε με ξανάπιασε η κατάθλιψη. Κι αυτό θα πρέπει να αποτυπώθηκε στο βλέμμα και στον τόνο της φωνής μου. «Ναι· βρείτε κάτι να ασχοληθείτε, μη σας πιάνει η θλίψη» μου είπε εκείνος με έναν, όπως μου φάνηκε, υπερβολικά παγερό και απλό τόνο. «Και την άνοιξη θα σας εξετάσω» πρόσθεσε, και άφησε το χέρι μου δίχως να με κοιτάξει κα- τάματα. Στον προθάλαμο όπου στεκόμασταν ξεπροβοδίζοντάς τον, εκείνος φόρεσε βιαστικός τη γούνα του και πάλι απέφευγε να με κοιτάξει. “Μάταια προσπαθεί!” σκέφτηκα. “Μη θαρρεί ότι μου είναι τόσο ευχάριστο να με κοιτάζει; Είναι καλός άνθρωπος, πολύ καλός… κι αυτό είναι όλο”. Ωστόσο εκείνο το βράδυ η Κάτια κι εγώ μείναμε πολλή ώρα ξάγρυπνες και μιλούσαμε συνεχώς, όχι γι’ αυτόν, αλλά για το πώς θα περάσουμε το καλοκαίρι, πού και πώς θα μείνουμε τον χειμώνα. Το τρομερό ερώτημα «γιατί;» δεν περ- νούσε πια από το μυαλό μου. Πολύ απλά και ξεκάθαρα, μου φαινόταν ότι πρέπει να ζει κανείς απλώς και μόνο για να είναι ευτυχής, και στο μέλλον με περίμενε μεγάλη ευτυχία. Λες κι άξαφνα το παλιό, ζοφερό σπίτι μας στο Ποκρόφσκογιε πλημμύρισε με φως και ζωή.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=