Οδοιπορικό του 1806
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ – ΑΤΤΙΚΗ 19 δουας. Έφτασα στη Βενετία στις 23 του μηνός· μελέτησα για πέντε μέρες ό,τι έχει απομείνει από το παλιό της μεγαλείο: μου έδειξαν κάποιους καλούς πίνακες του Τιντορέτο, του Πάολο Βε ρονέζε και του αδερφού του, του Μπασάνο, και του Τισιανού. Αναζήτησα σε μια έρημη εκκλησία τον τάφο του τελευταίου αυτού ζωγράφου, και δυσκολεύτηκα να τον βρω: το ίδιο μου συνέβη στη Ρώμη με τον τάφο του Τάσο. Εξάλλου, οι στάχτες ενός θρη σκευτικού και άτυχου ποιητή δεν είναι άσχημο να βρίσκονται σε ένα ερημητήριο: ο υμνητής της Ιερουσαλήμ φαίνεται να κατέφυ γε σε αυτόν τον τάφο που δεν ήξερε κανείς, λες και ήθελε να γλιτώσει από το κυνήγι των ανθρώπων· πλημμύρισε τον κόσμο με τη φήμη του, και ο ίδιος αναπαύεται σαν ένας άγνωστος κάτω από την πορτοκαλιά του Αγίου Ονούφριου. Άφησα τη Βενετία στις 28 του μηνός και επιβιβάστηκα στις δέκα η ώρα το βράδυ για να πάω στη στεριά. Ο νοτιοανατολικός άνεμος φυσούσε όσο χρειαζόταν για να φουσκώσει το πανί, αλλά όχι τόσο ώστε να φουρτουνιάσει η θάλασσα. Όσο η βάρκα απο μακρυνόταν, έβλεπα να βυθίζονται στον ορίζοντα τα φώτα της Βενετίας, και διέκρινα, σαν κηλίδες πάνω στα κύματα, τις διαφο ρετικές σκιές των νησιών με τα οποία είναι σπαρμένη η περιοχή. Τα νησιά αυτά, αντί να έχουν φρούρια και προμαχώνες, έχουν εκκλησίες και μοναστήρια. Οι καμπάνες από τα μοναστικά ιδρύ ματα και τα λοιμοκαθαρτήρια ακούγονταν προσφέροντας μόνο μια αίσθηση ηρεμίας και συνδρομής ενώ βρίσκεσαι υπό το κρά τος της θύελλας και του κινδύνου. Πλησιάσαμε αρκετά σε ένα από αυτά τα ησυχαστήρια και είδαμε τους μοναχούς να κοιτούν τη γόνδολά μας να περνά· έμοιαζαν με γέρους θαλασσινούς που επέστρεψαν στο λιμάνι μετά από μεγάλα ταξίδια στη θάλασσα: ίσως να ευλογούσαν τον ταξιδιώτη, γιατί θυμούνταν ότι υπήρξαν
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=