Οδηγός φόνων

11 Ο Δ Η Γ Ο Σ Φ Ο Ν Ω Ν Μετά τον ηλεκτρικό. Για τον Πειραιά. Μπαίνει στο πρώ- το βαγόνι που βλέπει να υπάρχει θέση. Ακορντεόν, τε- ντωμένες παλάμες, σπρωξίματα και χνότα ασχέτων. Κάθεται. Απέναντί του δύο σβησμένοι γέροι. Πλάι του ένας τρίτος. Οι δύο απέναντι συζητούν, ο ένας για του Χαροκόπου, «η γειτονιά μου σαν παιδί», ο άλλος για τη νερωμένη ρετσίνα που του σέρβιραν χθες, ο πλαϊνός του ζητάει την άδεια να μπει στην κουβέντα, την παίρ- νει χωρίς να του τη δώσουν, είναι για τον εγγονό του, τον αλήτη. Πανικόβλητος, στον πρώτο σταθμό πετάγεται έξω. Θα περιμένει το επόμενο τρένο. Πειραιάς. Από εκεί με τον «Άγιο Νεκτάριο» –θα προχωρούσε ταχύτερα με τo «κάνε κράτει»– στην Αίγινα· απόφαση σε απόκλιση από τον κανόνα. Η θάλασσα τον κούραζε· ειδικότερα, ο ήχος των κυμάτων. Αναρωτιόταν πώς άλλοι μαγεύονταν από αυτόν, πώς τον ανέχονταν, πώς έχτιζαν τα παρά- θυρά τους επάνω στο κύμα, ο ίδιος και ο ίδιος ήχος σε άπειρες επαναλήψεις, μέχρι τρέλας. Στην Αίγινα λοιπόν. Μπαίνοντας στο λιμάνι και ακουμπισμένος στα κάγκε- λα του πλοίου, θα συναντήσει την ακρόπρωρη εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Κατεβαίνοντας, θα καθίσει στο πεζούλι της εκκλησίας. Θα επιστρέψει με το αμέσως επόμενο πλοίο· στην κουβέρτα, με τον άνεμο επάνω του και την αίσθηση ότι του στερούν το οξυγόνο. Ανελάμβανε από το σοκ. Ή προσπαθούσε τουλάχιστον. Με τον λάθος τρόπο. Αποφάσισε να το ρίξει έξω, τα ξέρουμε τώρα αυτά: ποτά, γυναίκες, τζόγος, ξενύχτι.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=