Νυχτερίδες

Ο ΓΙΟΣ ΜΟΥ Ο ΓΥΦΤΟΣ 13 ξεμπούρμπουλη;» Οδοστρωτήρας η Μαριγώ. Άμα αρχίναγε,δεν τη σταμάταγε τίποτα.«Γονατιστή,μωρή σκατοχαρμάνω, γονατιστή έπρεπε να ’σαι, να προσκυνάς το γυφταριό που σου ανάστησε το μούλικο. Ου να μου χαθείς, να χάνεσαι». Γονατιστή ήμουνα, Μαριγούλα μου, γονατιστή, στα τέσσερα, βαρίδι το ακουστικό στα χέρια μου, έσφιξα το καλώδιο γύρω απ’ τον λαιμό μου, δεν πρόλαβα, δεν πρόλαβε το παιδάκι μου να με δει, τι σόι αρρώστια είναι αυτή πάλι, μου το ’κλεισες το τηλέφωνο. Από εκείνη τη μέρα ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Έριξα τα μούτρα μου και πήρα δυο τρεις φορές, φύγανε, λέει,αυτοί με το τυφλό,τραβήξανε για την επαρχία, προς Λάρισα μεριά, ποια μωρέ η Μαριγώ η χοντρή του Χαβούζα, πάνε αυτοί, άντε να τους βρεις τώρα. Προσπάθησα μία φορά να πάω στη Λάρισα, να ψάξω, τα κατάφερα να μαζέψω μερικά λεφτά, τελικά όμως δεν μπόρεσα, δεν ξύπνησα εκείνη τη μέρα, έπεσα σε κώμα, δεν θυμάμαι τι έγινε, πάνε μετά τα λεφτά, πάνε όλα. Δυο φορές πήγα να τα τινάξω φέτος, τρία ολόκληρα χρόνια από τότε, αχ μωρή Μαριγώ, σε περίμενα, τρία χρόνια σε περίμενα, δεν με πήρες, μέρες και νύχτες, ούτε που ξέρω πώς γύρναγα στο σπίτι μου, με το ’να πόδι στον

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=