12 ΝΥΧΤΕΡΙΔΕΣ στα μάτια του και τον τρέχουν στα νοσοκομεία. «Σε λίγο καιρό δεν θα μπορώ να το στέλνω στη δουλειά το στραβάδι σου. Έλα και μάζευ’ το, μην κάτσω και του πω καμιά κουβέντα για τη μάνα του». Τη χιλιοπαρακάλεσα, έβαλα τα κλάματα, «Θα σου στείλω λεφτά, Μαριγώ μου. Μην του πεις κουβέντα». Ψέματα έλεγα. Τι λεφτά να στείλω; Πού να τα βρω; Με λυπήθηκε η γύφτισσα. «Θα δω τι μπορώ να κάνω. Έχουμε έναν δικόνε μας οφθαλμόγιατρο. Άσ’ το συ. Κοίτα τον εαυτό σου, μη σε μαζώξουνε καμιά μέρα απ’ τα πεζοδρόμια, κι άσε τον Πανάγο, θα του βρω ματόγυαλα, έννοια σου». Έτσι κλείσαμε το τηλέφωνο. Πέρασε άλλος ένας χρόνος και ξαναείχα τηλεφώνημα απ’ τη Μαριγώ. «Πού χάθηκες μωρή ρουφιάνα, ο Πανάγος τυφλώθηκε ντιπ για ντιπ». Μου ’πεσε το ακουστικό απ’ το χέρι. Ξέσπασα σε κλάματα. Τόσα χρόνια έλεγα να γίνω καλά, να γίνω ωραία, όταν θα με ξαναδεί το παιδί, τα ’χα υπολογίσει, σε δυο τρία χρονάκια, να φορέσω κάτι καλό, να ’χω καθαρίσει, τι μου λες, μωρή Μαριγώ, τι του κάματε του παιδιού μου,γαμώ τη γυφτιά μου γαμώ. Τσαντίστηκε κι η Μαριγώ. «Και τι να δει, μωρή, από σένα, τα χάλια σου τα μαύρα; Που δεν μπορείς να πάρεις τα πόδια σου; Οι γύφτοι σου φταίνε, μωρή
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=