Ντουλμπέρα

9 Ν Τ Ο Υ Λ ΜΠ Ε Ρ Α μιλούσε σε κανέναν για μέρες. Τελικά, ο Στέργιος επέτρεψε στην κόρη του να τον πείσει, όταν ένα βράδυ μπήκε στο γραφείο του σπιτιού. Η νεαρή είχε πάρει ύφος τέτοιο, που ήξερε ότι αυτήν τη φορά θα έριχνε τον τάτα. Τα καταπράσινα μάτια της λαμπύ­ ριζαν απ’ τα δάκρυα που παραμόνευαν και ήταν έτοιμα να πέσουν στα ροδαλά μάγουλα. Τα όμορφα, γεμάτα χείλη μι­ σοέτρεμαν δηλώνοντας βουβό παράπονο. Δεν ήθελε και πολύ ο Στέργιος Ζιώππας για να λυγίσει. Η αδυναμία που είχε στην κόρη του ήταν μεγάλη. Ταξίδεψαν με τη φρεγάτα Αορίκα, ένα υπέροχο τρικάταρ­ το και γρήγορο σκαρί, με αυστριακή σημαία, που συνήθως συνόδευε πλοία τουΣτέργιου όταν ήταν φορτωμένα με ακριβά εμπορεύματα, για τον φόβο των πειρατικών καραβιών, γιατί η φρεγάτα ήταν βαριά οπλισμένη με πυροβόλα στο κατάστρωμα και κάτω στο πυροβολείο. Αυτήν προτιμούσε και ο ίδιος όταν ήθελε να ταξιδέψει απ’ τη θάλασσα. Έμειναν τέσσερις μέρες στην Πόλη και συνέχισαν το ταξίδι τους για την Οδησσό. Ήταν χαράματα όταν έφτασαν και το κρύο τσουχτερό στο λιμάνι. Η καινούργια πόλη, όπως την έλεγε ο Στέργιος, ακόμη κοιμόταν, μα στην προκυμαία είχε αρχίσει η καθημε­ ρινή κίνηση. Στην πόλη όπου ιδρύθηκε το 1814 η Φιλική Εταιρεία κατοικούσαν Έλληνες που έφταναν τις δυόμισι χιλιάδες. Η Αορίκα ανυπομονούσε να βγουν στη στεριά. Ο πατέρας της περίμενε να ξημερώσει η μέρα. «Δεν μπορώ να δω καθαρά» μουρμούρισε η κοπέλα καθώς προσπαθούσε να τη δει απ’ το φινιστρίνι, που ήταν νοτισμέ­ νο απέξω από την υγρασία της θάλασσας.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=