Ντουλμπέρα
13 Ν Τ Ο Υ Λ ΜΠ Ε Ρ Α Ο Στέργιος βογκούσε. Οι άντρες του έσκυψαν και τον σήκωσαν στα χέρια. Κάποιος φώναξε τον αμαξά του Ζιώππα να έρθει πιο κοντά. Τον έβαλαν μέσα και κίνησαν για τα γρα φεία του εμπορικού οίκου που ήταν πενήντα μέτρα πιο κει. Ο τραυματισμένος άντρας αισθανόταν τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Όλο το κορμί του πονούσε απ’ τα πατήματα και τις κλοτσιές που δέχτηκε. Παρ’ όλη την αδυ ναμία του, προσπαθούσε να ανασηκωθεί και ζητούσε να μάθει για την κόρη του με λαχανιασμένη φωνή. Οι δύο άντρες που τον συνόδευαν κοιτάχτηκαν. Πώς να του πουν τα μαντάτα; Ευτυχώς, η άμαξα σταμάτησε, βγάζο ντας τους άντρες απ’ τη δύσκολη θέση. Τον μετέφεραν στα γραφεία του εμπορικού οίκου και τον ξάπλωσαν σ’ έναν κα ναπέ. Μετά ο Στέργιος έχασε τις αισθήσεις του. Όταν άνοιξε ξανά τα μάτια, είδε γύρω του αρκετούς. «Η κόρη μου. Πού είναι η κόρη μου;» ζήτησε με αγωνία να μάθει. Ο υπεύθυνος των γραφείων του Ζιώππα στην Οδησσό ανέλαβε με βαριά καρδιά να πει τα άσχημα μαντάτα στο αφεντικό του. Ο Στέργιος για πρώτη φορά στη ζωή του αισθάνθηκε ελάχιστος και ανήμπορος. Δεν μπόρεσε να προστατεύσει το παιδί του. Δεν ήξερε αν ζει ή αν πέθανε. Δεν μπορούσε να ξέρει ποιος ή ποιοι την απήγαγαν, αν θα της φέρονταν καλά, αν θα την ξανάβλεπε. Οπόνος και ο θυμός ύγραναν τα μάτια του. Έπρεπε να καταλαγιάσει την τρικυμία των συναισθη μάτων του για να μπορέσει να σκεφτεί με λογική. Προσπά θησε να συγκεντρωθεί.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=