Ντουλμπέρα

11 Ν Τ Ο Υ Λ ΜΠ Ε Ρ Α Το λιμάνι εκείνη τη στιγμή έσφυζε από ζωή και κίνηση, όπως κάθε μέρα τέτοια ώρα. Συνωστισμός από ανθρώπους και εμπορεύματα. Χαμάληδες φόρτωναν και ξεφόρτωναν, κάρα ανάμεσα στους ανθρώπους και όλοι μαζί συμπλήρωναν ένα πολύβουο σκηνικό. ΗΑορίκα με τον πατέρα της βγήκαν απ’ τη φρεγάτα. Η νεαρή σάστισε απ’ τη φασαρία και τον πολύ κόσμο. Στ’ αυτιά της έρχονταν λέξεις ρώσικες, ελλη­ νικές, σλάβικες και άλλες που δεν καταλάβαινε. «Γιατί δεν ήρθε η άμαξα εδώ δίπλα;» ρώτησε με επιτακτι­ κή φωνή και δυσαρέσκεια ο Στέργιος τους φύλακές του. «Δεν ξέρω, αφέντη. Μάλλον δεν μπόρεσε να περάσει απ’ τον πολύ κόσμο. Να, εκεί πέρα στέκεται» είπε ο σωματοφύ­ λακας και έδειξε με το χέρι του. «Τέλος πάντων, ας πάμε ως εκεί. Αορίκα, δώσε μου το χέρι σου. Ένας μπροστά ν’ ανοίγει δρόμο και οι δυο δίπλα μας, απ’ τη μεριά της κόρης μου» πρόσταξε και ξεκίνησαν. Πέντε έξι άντρες σχεδόν μπροστά τους άρχισαν να μα­ λώνουν και να γρονθοκοπούνται. ΟΣτέργιος, έχοντας πάρει το χέρι της Αορίκας, προσπα­ θούσε να περάσει ανάμεσα απ’ το πλήθος και όσο μπορούσε πιο μακριά απ’ αυτούς που μάλωναν, σιχτιρίζοντας ταυτό­ χρονα τον εαυτό του που είχε οπισθοχωρήσει στην επιθυμία της κόρης του και την είχε πάρει μαζί του. Αναζήτησε με τα μάτια τους άντρες που τον προστάτευαν. Ο ένας ήταν μπροστά και του άνοιγε δρόμο, μα οι άλλοι δύο ήταν σε απόσταση πίσω τους, ενώ θα έπρεπε να είναι δίπλα. Κοντοστάθηκε για να τους φωνάξει όταν κάποιος έπεσε πάνω του. Ο Στέργιος έχασε την ισορροπία του. Όλα αποκεί και

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=