Ντουλμπέρα

10 Χ Ρ Ι Σ Τ Ι Ν Α Ρ Ο Υ Σ Σ Ο Υ «Με το φως της μέρας θα τη δεις. Έλα να πάρουμε το πρωινό μας». Τελείωσαν με το πρωινό και ο Στέργιος κάθισε στο γρα­ φείο που υπήρχε σε μια μεριά. Η Αορίκα δεν κρατιόταν. Ήθελε να κατέβει απ’ τη φρεγάτα. Ξεφύλλισε άσκοπα ένα βιβλίο και μετά πήγε και κάθισε δίπλα στον πατέρα της. «Διάβασα με τη Δέσπω ότι είναι μεγάλη». «Ναι, είναι. Και να σκεφτείς ότι το 1794 είχε μόλις έξι χιλιάδες κατοίκους. ΗΑικατερίνη Β΄ είχε δώσει προνόμια για να προσελκύσει κόσμο από παντού. Άφησε ελεύθερο το λιμά­ νι και μπορούσε όποιος ήθελε να κάνει δουλειές εδώ. Τα τε­ λευταία χρόνια όμως την εμπορική κίνηση την έχουν πάρει άλλα λιμάνια της Αζοφικής. Νοβοροσίσκ, Ροστόβ, Γέισκ.Όχι ότι έχασε τη δύναμή του το λιμάνι, αλλά δεν είναι όπως παλιά». «Όπου γίνονται εμπορικές συναλλαγές ο τόπος αναπτύσ­ σεται». ΟΣτέργιος κοίταξε καλά την κόρη του. Ήταν γεννημένη εμπόρισσα, σκέφτηκε. Στο λιμάνι της Οδησσού μπαινόβγαιναν τα καράβια γε­ μάτα σιτηρά. Σιτοβολώνα της Δύσης έλεγαν την περιοχή, όχι τυχαία. Το εμπόριο των σιτηρών κατά ένα μεγάλο μέρος το είχαν στα χέρια τους Έλληνες. Η πόλη ήταν πολυεθνική. Είχε Γερμανούς, Πολωνούς, Έλληνες, Γάλλους, Αρμένιους, Εβραίους, Βούλγαρους, Τσέχους, Ρουμάνους. Οι Έλληνες και οι Εβραίοι είχαν ανταγωνισμό. Ειδικά αυτοί που ασχο­ λούνταν με το εμπόριο αποικιακών προϊόντων. «Άντε, είναι επτά και μισή. Ας κατέβουμε» ανακοίνωσε ο Στέργιος.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=