Νεοελληνική Γλώσσα & Λογοτεχνία (Γ' Λυκείου)

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ NΕΟΕΛΛΗΝΙΚΉ ΓΛΏΣΣΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΊΑ | Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ 167 ΙI Aπάντηση Ο ήρωας νιώθει μέσα του ποικίλα συναισθήματα: θυμό για τις διενέξεις των γονέων του που εμπλέκουν και τα παιδιά τους, έλλειψη στοργής, που την εκλιπαρεί απεγνωσμένα και έτσι του προκαλούνται συναισθήματα υποταγής, καθώς και απέχθεια για τη δυσάρε- στη ατμόσφαιρα στο σπίτι του λόγω των κατηγοριών και παραπόνων που εκφράζονται συνεχώς από τη μητέρα. Αισθάνεται παράλληλα και ενοχή γιατί δεν τους μοιάζει, ενώ αναζητά τη στοργή τους (αντίφαση) και γι’ αυτό βιώνει τόσο έντονα τη συγκρουσιακή αυτή κατάσταση. Ακόμα, επιθυμεί διακαώς να διαρρήξει τους δεσμούς αίματος, να φύ- γει μακριά από αυτή την αρρωστημένη κατάσταση, να ξεφύγει για να ζήσει τη δική του ζωή, να είναι αυτόνομος και να μην «βανδαλίζεται» από τους άλλους ( όπως η γλίτσα της στοργής που για να σου δοθεί, πρέπει να καταπιείς όλο το σάλιο της υποταγής, της ενοχής που είσαι εσύ και δεν τους μοιάζεις, που θες αλλού να πας, να είσαι γυμνός και να πεινάς δική σου πείνα ). Ως προς το ερώτημα αν είναι λύση η φυγή, η απάντηση είναι υποκειμενική. Ενδεικτική άποψη: η φυγή ή όχι είναι θέμα χαρακτήρα. Μπορεί να λύσει γόρδιους δεσμούς, μπορεί ωστόσο να ανοίξει άλλες πληγές ή να μη βοηθήσει να κλείσουν οι παλιές. Τι επιλέγει κανείς είναι θέμα χαρακτήρα, δυνατοτήτων, συγκυριών κ.ά. Παράδειγμα 2 Κείμενο: Τ ζέημς Τ ζόυς Η Έβελιν Καθόταν τώρα μπροστά στο παράθυρο, παρακολουθώντας τη νύχτα που απλωνόταν σιγά σιγά σ’ όλη τη λεωφόρο. Το κεφάλι της ακουμπούσε πάνω στις κουρτίνες του παραθυριού και στα ρουθούνια της ανέβαινε η μυρωδιά του σκονισμένου κρετόν. Ήταν κουρασμένη. Λίγοι άνθρωποι περνούσαν. Ο κάτοικος του κτιρίου, που ήταν στο τέλος του δρόμου, πέρασε πηγαίνοντας σπίτι του. Άκουσε τα βήματά του να χτυπούν το σκληρό λιθόστρωτο και πιο κάτω να συνθλίβουν τη λιγνιτόσκονη που ’χαν ρίξει για το χιόνι πάνω στο μονοπάτι που οδηγούσε στα κόκκινα σπίτια. Εκεί ήταν παλιά ένα χωράφι που παίζαν τα παιδιά της γειτονιάς· έπειτα ένας άνθρωπος από το Μπέλφαστ * , αγόρασε το χωράφι κι έχτισε σπίτια· όχι σπίτια σαν τα δικά τους, καφετιά και μικρά, αλλά σπίτια μεγάλα με τούβλα και στέγες που γυαλίζανε. Όλα τα παιδιά απ’ τη λεωφόρο συνήθιζαν να παίζουν στο χωράφι. Οι Ντιβάιν και οι Γουώτερ και οι Νταν και ο μικρός κουτσός Κήω, τ’ αδέλφια της, αυτή η ίδια, οι αδελφές της. Μόνο ο Έρνεστ δεν έπαιζε ποτέ. Αυτός ήταν μεγάλος. Ο πατέρας συχνά τους έδιωχνε απ’ το χωράφι, κυνηγώντας τους με τη μαγκούρα που ’χε μαύρους σκληρούς ρόζους· όμως ο μικρός Κήω, που φύλαγε σκοπός, φώναζε ένα «κόνιδα», μόλις έβλεπε το γέρο και όλοι το ’βαζαν στα πόδια. Τότε, τουλάχιστον, όλοι έμοιαζαν ευχαριστημένοι. Ο πατέρας δεν είχε γίνει ακόμα τόσο κακός και, το πιο σπουδαίο, ζούσε η μητέρα της. Από τότε είχαν περάσει πολλά χρόνια· τ’ αδέλφια της κι οι αδελφές της είχαν μεγαλώσει, η μητέρα της είχε πεθάνει και ο Τίζη Νταν είχε επίσης * ένας άνθρωπος από το Μπέλφαστ: δηλ. ένας προτεστάντης

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=