Νεοελληνική Γλώσσα (Β' Γυμνασίου - Νέα συμπληρωμένη έκδοση σύμφωνα με τις Οδηγίες διδασκαλίας)
N E O E Λ Λ Η Ν Ι Κ Η Γ Λ Ω Σ Σ Α Β΄ Γυμνασίου 1 9 AΠΑΝΤΉΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΎ ΒΙΒΛΊΟΥ δοξος , 5. τρόπο: α. εχθρική διάθεση, π.χ. επιτίθεμαι/επιφέρω , β. αμοι- βαία σχέση, π.χ. επικοινωνία ημι- = 1α. το ένα από τα δύο ίσα μέρη, π.χ. ημισφαίριο, ημικύκλιο , β. ότι η λέξη έχει σε μικρότερο βαθμό τα χαρακτηριστικά του β’ συνθετι- κού, π.χ. ημίθεος, ημίφως , 2. ότι στη λέξη δεν υπάρχουν όλα, αλλά μερικά από τα χαρακτηριστικά του β’ συνθετικού, π.χ. ημιάγριος, ημί- γλυκος , 3. σε επιστημονικούς όρους, π.χ. ημικυτταρίνες, ημικρανία , ημιανάταση περι- = 1. γύρω, από όλες τις μεριές, π.χ. περίμετρος, περιφράσσω , 2. κοντά, π.χ. περίγειο, περιήλιο , 3. για κυκλική κίνηση, π.χ. περιστρέφω, περιφέρω , 4. για κίνηση χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση, π.χ. περιπλα- νιέμαι, περιδιαβαίνω , 5. με τη σημασία του κρατώ μέσα, π.χ. περιέχω, περιλαμβάνω , 6. σε επίθετα με επιτατική σημασία, π.χ. περιζήτητος, περί- τρανος , 7. για να δηλώσει φροντίδα σχετική με αυτό που εκφράζει το β’ συνθετικό, π.χ. περιποιούμαι, περισώζω συν- = 1. αυτό που δηλώνει το β’ συνθετικό γίνεται με τη βοήθεια κά- ποιου, μαζί με κάποιο, π.χ. συμπάσχω, συνοδηγός , 2. ένωση, π.χ. συνο- μοσπονδία, σύνδεση, σύναψη , 3. συγκέντρωση, π.χ. συμμαζεύω, συνα- γωγή , 4. ομοιότητα, π.χ. συγγενής, συμμετρία , 5. επιτατικά, π.χ. συντρί- βω, συνταράσσω υπο- = 1α. κάτω από, π.χ. υπέδαφος, υπόστρωμα , β. το πρόσωπο που βρίσκεται κάτω από την εξουσία άλλου, καθώς και την εκτέλεση της ανά- λογης πράξης, π.χ. υπόδουλος, υποτάσσω , γ. το πρόσωπο που βρίσκεται βαθμολογικά σε κατώτερη θέση, π.χ. υποδιευθυντής, υφυπουργός , 2. δηλώνει ότι η ενέργεια που εκφράζει το β’ συνθετικό γίνεται λίγο, κρυ- φά, παράνομα, π.χ. υποδηλώνω, υποκινώ , 3α. σε μικρότερο βαθμό, π.χ. υπολειτουργώ, υποσιτίζομαι , β. υποδιαίρεση, π.χ. υποκατάστημα, υποσύ- νολο , γ. (ιατρ.) χαμηλότερες από το κανονικό τιμές, π.χ. υπόταση, υπο- γλυκαιμία , δ. το προσδιοριζόμενο έχει σε χαμηλότερο βαθμό τις ιδιότητες που δηλώνει το β’ συνθετικό, π.χ. υπόξινος, υπόλευκος
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=