Νεοελληνική Γλώσσα (Β' Γυμνασίου - Νέα συμπληρωμένη έκδοση σύμφωνα με τις Οδηγίες διδασκαλίας)
N E O E Λ Λ Η Ν Ι Κ Η Γ Λ Ω Σ Σ Α Β΄ Γυμνασίου 1 8 ENOTHTA Από τον τόπο μου σ’ όλη την Ελλάδα 1 η από την αρχή μέχρι το τέλος του διαστήματος που δηλώνεται από το β’ συνθετικό, π.χ. διανυκτερεύω, διατελώ , 5α. με επιτατική σημασία, π.χ. διακαής, διάφανος / για την επιδίωξη του τέλειου αποτελέσματος, π.χ. διακατέχομαι, διακωμωδώ , β. με υποκοριστική λειτουργία, για να δείξει ότι αυτό που δηλώνει το β’ συνθετικό γίνεται με δυσκολία, π.χ. διαβλέπω, διαφαίνεται διχο- = δηλώνει τη διαίρεση σε δύο ίσα μέρη, π.χ. διχοτόμος, διχογνωμία δυσ- = 1. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο δύσκολα μπορεί να δεχτεί την ενέργεια του β’ συνθετικού, π.χ. δυσεπίλυτος, δυσανάγνωστος , 2. προσδίδει στο β’ συνθετικό την ιδιότητα του κακός, άσχημος, π.χ. δύ- σμορφος, δύστυχος , 3. αίρει τη σημασία του β’ συνθετικού, π.χ. δυσα- νάλογος, δυσαρμονικός εισ- = 1. κίνηση ή ενέργεια προς τα μέσα ή προς το τέρμα, π.χ. εισάγω, εισβάλλω , 2. ενέργεια για έναν σκοπό, π.χ. εισηγούμαι, εισπράττω εκ-, εξ- = 1. αφαίρεση, π.χ. εξαερισμός , 2. απομάκρυνση από αυτό που δηλώνει το β’ συνθετικό, π.χ. εκθρόνιση , 3. κίνηση προς τα έξω, π.χ. εκτόξευση, έξοδος , 4. μεταβολή του αντικειμένου σε αυτό που εκφράζει το β’ συνθετικό, π.χ. εξατμίζω, εκλαϊκεύω , 5. ως επιτατικό, π.χ. έκπλη- κτος, εκμάθηση , 6. ως στερητικό, π.χ. έκτακτος, εκτονώνω εν- = 1. μέσα ή ανάμεσα ή επάνω σε αυτό που εκφράζει το β’ συνθετικό, π.χ. εγκιβωτίζω, εντάσσω, ενθρονίζω , 2. με τον τρόπο που εκφράζει το β’ συνθετικό, π.χ. έμμισθος, έμπρακτος , 3. έχει αυτό που εκφράζει το β’ συνθετικό, π.χ. έγχορδος, έμπειρος , 4. επιτατικά, π.χ. έναστρος, εναγώνιος επι- = 1. τόπο: επάνω ή το εξωτερικό στρώμα που εκφράζει το β’ συν- θετικό, π.χ. επιτύμβιος, επικάλυψη , 2. χρόνο: α. γι’ αυτό που ακολουθεί ό,τι εκφράζει το β’ συνθετικό, π.χ. επίλογος, επίγονος , β. για τη δήλωση διάρκειας όσης δηλώνει το β’ συνθετικό, π.χ. εφήμερος , 3. ποσό: α. επιτατικά, π.χ. επαυξάνω, επιταχύνω , β. το τελευταίο στάδιο μιας διαδι- κασίας, π.χ. επιλέγω, επισφραγίζω , 4. σκοπό, αιτία, π.χ. επιβλαβής, επί-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=