Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε
Ψαρά, Ιούνιος 1824 «Βάλε φωτιά, Αντώνη!» ούρλιαξε ο καπετάν Βρατσάνος * και τύλιξε τον γιο του με μια τελευταία ματιά. Η τραχηλιά ** του ήταν γιομάτη αίματα, ίσως και να είχε λαβωθεί. Μήπως και ποιος δεν αιμορραγούσε τέτοιαν ώρα; Μόνο αυτό σκέφθηκε την ύστατη στιγμή ο σταυραδερφός του ο Αγγελής, σταυ- ραδερφός και ομογάλακτος και έκλεισε τα μάτια σαν το χέρι του παλικαριού κατέβηκε προς το μπαρούτι. Όταν το χαμπέρι της Επανάστασης έφτασε στο απομονωμένο νη- σί, ο Αγγελής δρασκέλιζε τα είκοσι. Η καμπάνα του Αϊ-Νικόλα χτυ- πούσε χαρμόσυνα και οι άνθρωποι πήραν να κατεβαίνουν προς τον γιαλό, ανεμίζοντας τα κόκκινα μαντίλια τους οι γυναίκες, πετώντας τα σκουφιά τους οι άντρες. Σημαδεμένο το νησί, σημαδεμένοι και οι ανθρώποι που το κα- τοικούσανε. Θέλεις το άγριο πέλαγο και οι τρελοί αέρηδες, θέλεις τα γυμνά βουνά και τα μαύρα βράχια, θέλεις που ’σανε μοναχοί καταμεσής στη θάλασσα και γειτόνους δεν είχανε, η ψυχή τους είχε ψηθεί στα δύσκολα. Κι αυτό που λένε να μην εύχεσαι να σου δώκει ο Θεός όσα μπορείς να αντέξεις, κι αυτό αλήθεια είναι. * Δημήτριος Βρατσάνος, μέλος της Φιλικής Εταιρείας και δημογέροντας. Σκο- τώθηκε μαζί με άλλους Ψαριανούς στο φρούριο Παλαιόκαστρο το 1824 στην καταστροφή των Ψαρών. ** Πουκάμισο, στο τοπικό ιδίωμα των Ψαρών.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=