Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε

10 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ αρμόζουσα κάθετη θέση, η μυρωδιά του θυμιατού ανακατεύει πάλι τα στομάχια. Η Αυγουστίνα με ανανεωμένο θάρρος πλησιάζει το κιβούρι, αποφασιστικά ανασηκώνει το σάβανο και χωρίς να κοιτάει χαϊ- δεύει το σημάδι στο παγωμένο μέτωπο · τρεις σχεδόν αδιόρατες κόκκινες βούλες. Ξαναγυρίζει στη θέση δίπλα στη μητέρα, της πιά- νει το χέρι. «Τώρα δεν θα κλάψει κανείς» διατάζει χαμηλόφωνα η χήρα, και όλοι γνωρίζουν πως όταν η γλυκομίλητη Τερέζα έχει αυτόν τον τόνο στη φωνή δεν σηκώνει αντιρρήσεις. «Γιατί το έκανες;» δείχνει με το πιγούνι το παράθυρο. «Θα μας ακούνε απόξω…» Η Αυγουστίνα φέρνει το αρωματισμένο μαντιλάκι στη μύτη ελ- πίζοντας να καταλάβει η μάνα της και να μην αναγκαστεί να το ξεστομίσει. Εκείνη όμως συνεχίζει να την κοιτάει κατάματα και να περιμένει απάντηση, σίγουρα ο πόνος έχει θολώσει το μυαλό της ευαίσθητης και διακριτικής Τερέζας. «Μυρίζει…» ψιθυρίζει και νοερά παρακαλεί να μην είναι ασεβής. Παραβαίνοντας δε την εντολή που μόλις έχει δοθεί, ξεσπάει σε ήσυχο κλάμα. Αναδεύονται στις θέσεις τους όλοι. Κι αυτοί που κάθονταν γύρω από το φέρετρο και οι άλλοι που είχαν πιάσει τις πολυθρόνες. Τα παιδιά του. Τα παιδιά τους. Ευτυχώς που δεν υπήρχαν ξένοι, η χήρα, αντίθετα με ό,τι συνηθιζόταν, είχε ζητήσει να μην πάει κανείς πριν την κηδεία και είχε εισακουσθεί. Είναι αλήθεια…Ο…ο νεκρός μυρίζει… Όμως ούτε στον εαυτό τους δεν είχαν τολμήσει να το ομολογήσουν, πόσο μάλλον να το εκφράσουν, να στενοχωρήσουν κι άλλο τη μάνα. Που είναι ρημαγμένη. Όλοι κάνουν υπομονή… Ακόμα κι η έγκυα που θα ’χε και τα χίλια δίκια, ακόμα και κείνη τσιμουδιά δεν έχει βγάλει. Κάποιος από τους γιους δείχνει να ενοχλείται από την απάντη-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=