Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε

35 Σ Κ Ο Υ Ρ Ι Α Κ Α Ι Χ Ρ Υ Σ Α Φ Ι : Ν Ε Γ Ρ Ε ΠΟ Ν Τ Ε Μισώ τους απολογισμούς, δεν αλλάζει κάτι. Το παρελθόν κυρίως από όλα. Ο γέγονε γέγονε …Ποιος το ’λεγε, να δεις… Ίσως κάποιος δάσκα- λος…Ναι, ναι. Καλή του ώρα. Κοιταζόμασταν με τη Βικτωρία, τη θυμάμαι πολύ τελευταία, κοιταζό- μασταν και δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε τα γέλια. Πόσο αστεία έμοιαζε η φράση του! Ο γέγονε γέγονε! Κάναμε πως βήχα- με, πως πνιγόμασταν για να μη μας καταλάβει που γελούσαμε. Ο γέγονε γέγονε, λοιπόν. Αλλά γιατί τώρα τα σκαλίζω όλα, γιατί ψάχνω… Είναι οι τύψεις; Το άδικο που με τρώει; Το βράδυ που ξενυχτούσαμε, κι ας είχαμε θάψει τον πατέρα, εκείνο το βράδυ που ο Απρίλης μάς λίγωνε με τα αρώματα, κείνο το βράδυ η μάνα μάς μίλησε. Ο ίδιος ποτέ δεν μας είχε πει με λεπτομέρειες τι είχε περά- σει, κυρίως όμως πως όλη του τη ζωή δεν είχε συγχωρέσει τον εαυτό του που επέζησε. Ήταν βαρύς και λιγομίλητος άνθρωπος, καμιά φορά απο- ρούσα, μπορεί και να θύμωνα με έναν τρόπο. Τότε αναρωτιόμουν αν πράγματι μας αγαπούσε. Εκεί απέδιδα τα ακριβά του λόγια, τα λιγοστά χάδια, στην έλλειψη αγάπης. Αν και εγώ κανονικά δεν θα έπρεπε να έχω παράπονο, πάντα μου έδειχνε μια προτίμηση. Αδυναμία όχι, δεν ήταν. Η μάνα εκείνο το βράδυ μάς είχε μιλήσει για τη ζωή του πριν τη Χαλκί- δα, για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, για την επανάσταση στα Ψαρά, για την καταστροφή και τον χαμό των δικών του, για το ότι και εκείνος είχε σκοτώσει, πολλούς, ούτε ήξερε πόσους, για να γλιτώσει. Άμα πως ποτέ για γλιτωμό δεν τον μέτρησε… Δεν πιστεύαμε στα αυτιά μας, όλα όσα μας έλεγε τα είχαμε ακούσει, αλλά σαν παραμύθια, τα είχαμε ακούσει όταν παίζαμε μικροί με τα άλλα παιδιά που και εκείνα κατάγονταν από πρόσφυγες, σαν τον δικό μας πατέρα. Όμως τότε ποιος έδινε σημασία σε καταγωγές και τέτοια, μόνο τα κατορθώματα μας ένοιαζαν, τα κανόνια, οι μπόμπες, τα κομμένα κεφάλια, τα αίματα, ο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=