Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε

Πειραιάς, Δεκέμβρης 1899 Ένας άψογος κύκλος στο ταβάνι πάνω από το γραφείο. Τον σχεδίασε το φως της λάμπας που βρίσκεται δίπλα στα χαρτιά μου. Με πνίγει ο λαιμοδέτης, μου δυσκολεύει την αναπνοή, ενώ ο σφάχτης κόβει βόλτες στο στήθος μου. Τελευταία… έρχεται όλο και πιο συχνά, στρογγυλοκάθεται στο στέρνο με τις ώρες, σαν κάτι ανεπιθύμητους συγ- γενείς που κανείς δεν τολμάει να τους διώξει. Κόβει βόλτες στο στήθος μου ψάχνοντας το αδύνατο σημείο να τρυπήσει τα πλευρά, να πεταχτεί έξω. Μαζί με την καρδιά μου. Όμως ξέρω, όπου να ’ναι θα περάσει. Μέχρι τότε θα συνεχίσω να ακρο- βατώ ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Το ξέρω το αίσθημα, το νιώθω τακτικά, για καιρό τώρα είναι η μόνιμή μου συντροφιά. Νιώθω σαν να είμαι στο χείλος ενός γκρεμού, ενώ είμαστε στο χείλος του νέου αιώνα. Θα τον προλάβω; Και αν ναι, πώς θα είναι; Κι αυτή είναι η πρώτη φορά που το άγνωστο με τρομάζει, η περιέργεια με τρώει. Εμένα που όλα τα διακινδύνευσα. Όλα, ανθρώπους και παράδες. Θα τα καταφέρω, μ’ αυτόν τον σφάχτη στην καρδιά, να πέσω στη μέσα μεριά του χρόνου, εκεί που φωλιάζει ο εικοστός αιώνας; Σαν είμαστε μικροί το λέγαμε και γελούσαμε. Ο άλλος αιώνας! Πόσο μακρινά φάνταζαν όλα τότε, απέραντο το «τώρα» όταν είσαι παιδί. Απέ- ραντο και στα είκοσι και στα τριάντα ακόμη. Κρατάς το «τώρα» κλεισμέ- νο στη χούφτα σου, είναι όλο δικό σου, ποιος να τολμήσει να σ’ το πάρει; Και το «αύριο»… Το «αύριο» μια αδραξιά και… χοπ, στη χούφτα σου μέσα και κείνο!

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=